Είδα και πάλιν τον παππού να ξύνει το κεφάλι
κι’ αμέσως ετοιμάστηκα για ιστορία άλλη
Παίρνει το ύφος το γλυκό βυθίζεται στις σκέψεις
και περιμένω πως και πώς να βγουν οι πρώτες λέξεις.
Κι΄ αρχίζει τότε ο παππούς το χρόνο να γυρίζει
και ιστορία τρομερή λέει και ψιθυρίζει.
Ήταν μου λέει ναυαγός στου πέλαγου τα πλάτη
και μου τρυπούσε το κορμί της θάλασσας τ’ αλάτι.
Πάλευα με τα κύματα όπως τον Ποσειδώνα
και τότε με αντάμωσε μια όμορφη γοργόνα
Μου άπλωσε το χέρι της με κοίταξε στα μάτια
κι’ αμέσως με οδήγησε σ’ ολόχρυσα παλάτια.
Και μια κορών’ ολόχρυση έβαλε στα μαλλιά μου
και είπε είμαι δούλη σου κι’ εσύ ο βασιλιάς μου
Κι’ ήρθανε τότε γύρω μας της θάλασσας τα ψάρια
και μου φορέσαν στο λαιμό πολλά μαργαριτάρια.
Κι’ όλα τα ψάρια έλεγαν να έχεις την υγειά σου
μα εγώ τους εγκατέλειψα και ήρθα στην γιαγιά σου.