Ήτανε Σάββατο, φορέσαμε τα χάδια
κλειδώσαμε τ’ αγκάθια στο κορμί
και οι ανάσες μας, βρεγμένες στα σκοτάδια
να γράφουνε στερνή διαδρομή.
Γίναν οι φλόγες πυρκαγιές και μάς τυλίξαν
ανείπωτες οι λέξεις να μιλούν
να ‘χουν τα χείλη σου την ίδια πάντα δίψα
την ώρα που τα χείλη μου φιλούν.
Ήτανε Σάββατο. Μ’ αγκάλιαζες ακόμα.
Το τρένο σφύριξε στις έντεκα κι οχτώ (11:08).
Αιώνες τώρα σ’ αγκαλιάζω δίχως σώμα
αιώνες έχεις φύγει, κι είσαι εδώ.