| Το δέντρο και το πουλί
Αμέτρητα τα χρόνια που μαζί,
με κρύο και με ζέστη στην αυλή,
σ΄ εκείνο το θλιμμένο μαγαζί,
ζούσανε η ελιά και το πουλί.
Φύσαγε ο αγέρας μες τα κλώνια,
κελαηδούσε το κοτσύφι μαγεμένο,
όσο λαμπύριζε ο ήλιος στα μπαλκόνια
και κούρνιαζε το βράδυ κουρασμένο.
Μα ήρθε καιρός βαρύς στην πολιτεία,
φωτιά μεγάλη άναψαν τα πάθη,
κόσμος πολύς 'μαζεύθει στην πλατεία,
κλωνιά και ρίζες, πλέον, 'γιναν στάχτη.
Πέταξε το κοτσύφι τρομαγμένο,
ψάχνοντας κλώνο άλλον ν' ακουμπήσει,
μα ήρθε το βραδάκι παγωμένο,
πως είναι άστεγο να του θυμίσει.
Κι όσο την στάχτη παρασέρνει η βροχή,
και κλαίει το πουλί απελπισμένο,
εγώ, εδώ, στη ρίζα στέκω μοναχή
και να βλαστήσει πάλι περιμένω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|