| Το ρολογάκι του χεριού
Ξεδίπλωσα τη μέρα, κι έμπηξα στο χώμα,
δύο ρανίδες αίμα, μα, πάφλασε η αφή του.
Κάλεσα την ώρα αντρείο παλικάρι, στέρεη,η φωνή του,
που από φως μεθούσε, ίδιο του ήλιου χρώμα.
Σάλπιγγες ηχούνε, να η καρδιά του πάλη,
Κατσαρό απαγγέλλει, στο χρόνο αντιστέκεται,
αγνάντι έχει, του λάου το μάτι, να προσεύχεται
σ΄εύθυμο χωράφι όπου σωρό τζιτζίκια έχει προσκεφάλι.
Ασβεστωμένη σκάλα σ΄άσπρη πόρτα να μπεις
ανοίγεις παραθύρι σ΄αχτίνα της αυγής
λυμένα τα μαλλιά σου να άσημο στολιστείς
Έλα να κρατηθούμε στης άνοιξης το αγέρι
με το χαμογελώ σου και του νοτιά τ΄αστέρι
ξεχνώντας το ρολόι που φόρτο μας θυμίζει.
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|