| Έγραψα τόσα όνειρα,
μικρός σ'ένα χαρτί,
το βάρος του κουβάλαγα,
πρόθυμα στη ζωή.
Μα βράχηκε αδυσώπητα,
με το νερό του θρήνου,
και τ' άφησα να κοιμηθεί,
στον ήχο ενός γρύλου.
Μα φύσηξε ο άνεμος,
λέγοντας θα το πάρω,
είμαι περίεργος να δω,
το αίτιο τόσου πάθους.
Κρατιέμαι τώρα απ τα δέντρα ,
οριζόντια πονάω και γελώ,
ανώριμος να θέλει, είναι τρέλα ,
να σηκώσει εκείνον τον καημό.
Ακλόνητο έχει μείνει το χαρτί,
το πήρα ανάλαφρα με φόβο
μην τυχόν αθώος περαστικός
ανοίξει απλά αυτό το όπλο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|