| Άκουσα τη φωνή στους κήπους της Βαβυλώνας
Μες στο κενό της υπέρογκης απουσίας
Που στους αιώνες ζύγιζε τη σιγή της ησυχίας.
Είδα το πόρισμα του γυμνοσοφιστή
Που σιωπηλά μ’εκύτταζε σαν ύλη διαφανή
Απο το μάτι μιάς ισχνής βελόνας
Κι εδώ στα υψίπεδα της Αχαιρουσίας
Στα κάστρα της αθανασίας
Μες στην σκληρή αφαίρεση των ορυκτών τοπίων
Στις ουλές και στις κηλίδες πνιγμένων προσωπείων
Τη Σφίγγα μου ξανάβρα πούχα καταδικάσει στη σιωπή
Το αίνιγμα που πίστεψα οτι με λογοπαίγνια μπορούσε να λυθεί
Τώρα με σώζει κάποιο βλέμμα
Έξαφνα ανοίγοντας νέο τόπο φυγής
Μια θύρα στις παρόδους της ψυχής
Όταν κάθε συνάντηση προσφέρει ταξίδι σ’ένα ψέμα
Σ’άλλες ακοίμητες πόλεις των καημών
Που γνέφουν υπόσχεση με το κάθε τους φώς
Γαλαξίας που μπήκε πιά στο διάστημα σφριγηλός
Των απρόσιτων για μένα αστερισμών
Φτωχός αφ’ότου απώλεσα τα κίβδηλα παίζοντας με όρους
Δεσμώτης που στερήθηκα τα μαγικά αντικλείδια
Με μέτρα αβέβαια κι αμφίβολα στολίδια
Ζυγίζω πια τη σκόνη και στρέφομαι στους μονολόγους
|
![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | | Στατιστικά στοιχεία | | ![](skin/images/spacer.gif) | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | ![](skin/images/spacer.gif) | | | | ![](skin/images/spacer.gif) |
|