| Από μακριά σε θωρούσα με καημό
πως περπατούσες όμορφή μου μαυρομάτα
προτού με φράξουνε της μοναξιάς τα βάτα
στην αγκαλιά μου γείρε κάποιο δειλινό.
Από μακριά σε θωρούσα με καημό
πως πίσω σου τα ρόδα κάνανε «παράτα».
Το σώμα σου τ’ αγαλματένιο και στιλπνό
που στέναζε κάτω απ’ το φτηνό σου τσίτι
θυμάμαι νύχτες σκοτεινές που ξαγρυπνώ
απ’ των τσιγάρων ζαλισμένος τον καπνό
μες στο παντέρημο και φτωχικό μου σπίτι.
Ξελόγιαζες το θολωμένο μου μυαλό
μοσχοβολιά σκορπούσες από διοσμαρίνι
από των κουμαρένιων σου χειλιών την κρήνη
θαρρώ τ’ αθάνατο πως πίνω το νερό.
Ξελόγιασες το θολωμένο μου μυαλό
σαν οπτασία που την καταχνιά μου σβήνει.
Το σώμα σου τ’ αγαλματένιο και στιλπνό
που στέναζε κάτω απ’ το φτηνό σου τσίτι
θυμάμαι νύχτες σκοτεινές που ξαγρυπνώ
απ’ των τσιγάρων ζαλισμένος τον καπνό
μες στο παντέρημο και φτωχικό μου σπίτι.
Παράτα= παρέλαση
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|