| Η «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ
Σύνταξη: Θανάσης Καπουράνης
Η ιστορία διαδραματίζετε σε μια παραλιακή πόλη της Αλγερίας, στο Οράν, (γαλλική επαρχία τότε) την δεκαετία του ’40. Ο γιατρός Ριέ, βγαίνοντας από το σπίτι του για τις καθημερινές επισκέψεις στους ασθενείς, σκοντάφτει στην είσοδο σε ένα πεθαμένο ποντίκι. Το γεγονός περνάει απαρατήρητο, όμως ο αριθμός των πεθαμένων ποντικιών αυξάνεται καθημερινά κατά χιλιάδες στα σπίτια, στους δρόμους, στις πλατείες.
Η ζωή στην πόλη κυλάει ήρεμα και ο θάνατος των χιλιάδων τρωκτικών δεν ανησυχεί ιδιαίτερα τους κατοίκους. Μόνο για τις δημοτικές αρχές αποτελεί πρόβλημα. Ο γιατρός Ριέ ανήσυχος, φοβάται το χειρότερο. Δεν μπορεί ούτε στον εαυτό του να το πει. Οι πρώτοι ξαφνικοί θάνατοι κάποιων συμπολιτών του τον βάζουν σε υποψία, σε σκέψη. Τα συμπτώματα πυρετού, λήθαργου, κόκκινων ματιών, σκασμένων χειλιών, πρησμένων βουβώνων, παραληρήματος, κηλίδων στο σώμα, 24 ώρες μετά την εμφάνισή τους, οδηγούν σε θάνατο. Είναι σχεδόν σίγουρος ότι πρόκειται για επιδημία και συγκεκριμένα για πανούκλα. Το αναφέρει στους δημοτικούς άρχοντες, οι οποίοι ωστόσο δε θέλουν ούτε τη λέξη να ακούσουν για να μην σπείρουν πανικό στους κατοίκους.
Οι νομαρχιακές αρχές στην αρχή είναι διστακτικές. Οι θάνατοι αυξάνονται σχεδόν γεωμετρικά μέρα με τη μέρα. Ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται καθημερινώς. Στις πρώτες εβδομάδες δεκάδες, μετά, όταν η επιδημία θερίζει, εκατοντάδες. Η ταφή γίνεται μαζική και η διαδικασία απλουστεύεται. Όλοι έχουν πεισθεί ότι πρόκειται για επιδημία. Κάποια κάνουν λόγο για βουβωνική πανώλη.
Ο γιατρός είναι σίγουρος ότι πρόκειται για πανούκλα. Ο νομάρχης απαγορεύει την έξοδο από την πόλη. Οι οικογένειες των θυμάτων μπαίνουν σε καραντίνα. Το νοσοκομείο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα χιλιάδες κρούσματα. Κάθε στάδιο, δημόσιο κτίριο και στρατόπεδο μετατρέπεται σε ιατρικό κέντρο.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο ιατρός Ριέ δίνει τη μάχη εναντίον της πανούκλας, αν και γνωρίζει ότι στο τέλος θα χάσει. Η στάση του όμως είναι σταθερή και σαφής. Αρωγό του σε αυτή την υπεράνθρωπη προσπάθεια έχει τον Ταρού, που οργανώνει εθελοντές για να στελεχώσει τις υγειονομικές υπηρεσίες.
Συναντάμε τον Ραμπέρ, έναν δημοσιογράφο που βρέθηκε για ένα ρεπορτάζ στην πόλη και αποκλείστηκε λόγω της καραντίνας. Κάνει πολλές απεγνωσμένες προσπάθειες, παράνομες, για να ξεφύγει από τη λαίλαπα που έχει καταβροχθίσει την πόλη, όμως τελικά μένει για να δώσει τη μάχη, υποστηρίζοντας εντέλει ότι την επιλογή της μάχης δεν την κάνουμε εμείς.
Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τον συμπαθέστατο δημοτικό υπάλληλο, τον Γκραν, που η ενασχόληση του είναι να καταγράφει τους θανάτους από πανούκλα στην πόλη. Έχει όμως και ένα όνειρο, κάποια στιγμή να γράψει ένα ρομαντικό ρομάντζο. Παλεύει με τις λέξεις κάθε νύχτα και προσπαθεί να τις τοποθετήσει έτσι, ώστε να σχηματίσει μια πρόταση.
Στο αρχικό στάδιο όλοι πιστεύουν ότι η επιδημία θα είναι παροδική και ότι κάποια στιγμή σύντομα το μαρτύριο θα τελειώσει. Η πόλη έχει χωριστεί στα δύο. Η επικοινωνία έχει απαγορευτεί. Ο κάθε ένας φέρνει στη μνήμη του στιγμές, κάποιος με την οικογένειά του, κάποιος με την ερωμένη του και κάποιος με τον φίλο του. Όπως λέει ο Καμύ στο μυθιστόρημα: «Στο δεύτερο στάδιο της πανούκλας οι άνθρωποι της πόλης έχασαν και τη μνήμη τους».
Αυτός που μάλλον δε φοβάται την πανούκλα είναι ο Κοτάρ, ένας φυγόδικος που πριν την πανούκλα ήταν εσωστρεφής και καχύποπτος με τους πάντες. Με την πανούκλα στην πόλη απελευθερώνεται, γίνεται κοινωνικός, έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα. Σε αυτήν τη μάχη με τον βέβαιο θάνατο, ο ιερέας Πανελού βρίσκει αφορμή στο κήρυγμά του να δηλώσει ότι αυτή είναι η τιμωρία για τους απίστους, ενώ αντίθετα οι πιστοί δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν.
«Όλοι ζούσαν χωρίς μνήμη και ελπίδα. Ζούσαν στο παρόν. Η πανούκλα είχε στερήσει από όλους τη δύναμη της αγάπης, ακόμα και της φιλίας. Γιατί η αγάπη ζητάει λίγο μέλλον».
Οι ήρωες του Καμύ αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο απέναντι στην εξορία, την απομόνωση και τον θάνατο. Στην «Πανούκλα», η ασθένεια είναι εκεί αμείλικτη, σκοτώνει χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς οίκτο, δεν ξεχωρίζει ηλικία, αν είσαι παιδί ή ηλικιωμένος. Η ελπίδα που στην αρχή είναι κάπως ζωντανή, μετά εξαφανίζεται. Δεν υπάρχει διέξοδος.
Όπως λέει ο ιατρός Ριέ: «Η συνήθεια της απελπισίας είναι τελικά χειρότερη από την ίδια την απελπισία».
Όταν η επιδημία επιτέλους σταματήσει, ο Ριέ θα περπατήσει μαζί με το πλήθος ανθρώπων που γιορτάζουν στους δρόμους.
«Μέσα στο ωραίο κι απαλό φως που ξεχύνονταν πάνω από την πόλη, έπλεαν οι παμπάλαιες μυρωδιές, κρέας ψητό και ποτά με γλυκάνισο. Γύρω του πρόσωπα εκστατικά σηκώνονταν να κοιτάξουν προς τον ουρανό. Άνδρες και γυναίκες αρπάζονταν ο ένας τον άλλο, με πρόσωπα φλογισμένα, με κραυγές πόθου. Ναι, η πανούκλα είχε τελειώσει, και μαζί της ο τρόμος».
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|