|
Το σκοτάδι έπεφτε πυκνό και βαρύ
Ζόρικο τρομαχτικό
Βγήκα στο δρόμο
Κοίταξα γύρω σκοτάδι παντού
Ούτε μια χαραμάδα μια κηλίδα φως
Ίριδα του μαύρου χρώματος
Το ένα πιο μαύρο από το άλλο
Περπατούσα και δεν περπατούσα
Ξάφνου αντίκρυα εκεί κοντά μου
Τρεις όμορφες κοπέλες
Φώς αστραφτε στα πρόσωπά τους
Και στα χέρια τους κρατούσαν
Πελώρια σπαθιά καμωμένα από φώς
Πλησίασα,-ποιες είστε εσείς-ρώτησα
-Ελπίδα,Πίστη,Αγάπη-
Απάντησαν μία μία
-Έσύ τί γυρεύεις στο δρόμο
Δεν φοβάσαι-με ρώτησαν
-Σπίτι γρήγορα σπίτι ανθρωπέ μου
Μη σε πνίξει το σκοταδι-
-Σπίτι και προσευχήσου να ξανάρθει το φως-
-Μείνε σπίτι και να ελπίζεις πως αύριο θα
Ξημερώσει μια μέρα φωτεινή-
Έκανα να φύγω να γυρίσω σπίτι μα δεν γύρισα.
Έμεινα να δω τι θα γινότανε
Δεν έχασαν καιρό
Σήκωναν δυνατά τα πελώρια φωτεινά σπαθιά
Και κτυπούσαν αλύπητα το μαύρο για ώρες
Τα σπαθιά αυλάκωναν το φώς
Το έκοβαν κομμάτια
Και ξεπηδούσε το φως
Κι απλωνοτανε παντού
Και γελούσαν και τραγουδούσαν
Και προχωρούσαν
Τα χρώματα πια κυριαρχούσαν
Το κοκκινο,το πράσινo,το κιτρινο,το γαλάζιο!
Έφτασαν στη θάλασσα
Κάθησαν στα βράχια
Πλησίασα και πάλι
Όταν με είδαν
Άρχισαν να γελούν πιο δυνατά τώρα
Γελούσαν ,χόρευαν και τραγουδούσαν
-Τι θέλετε εδώ τι περιμένετε-ρώτησα
-Τον ήλιο να φανεί-μου απάντησαν
-Να του πούμε
Πώς άργησε-
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|