|
Βγήκα πρωί στην γειτονιά
και στης πλατείας τη γωνιά
ο κόσμος στοιβαγμένος,
εφόριε ο Γιώργης κουστουμιά
κράθιε στη χερα τον καφέ
κι ήτανε μεθυσμένος.
Μιλούσε πάλι φωναχτά
σενάρια έπλαθε φτιαχτά
κι εμίλιε αγριεμένος,
τα μάτια του ήτανε φωθιά
κι από της ράκας τα σπαθιά
ήτανε πληγωμένος.
Θυμούμαι που πιαστήκαμε
στα χέρια μια βεγγέρα
πως το μουστάκι του 'στριψα
με την δεξά μου χέρα.
Μου λέει ίντα έκαμες
κι ωσάν το σκύλο αλύχτα,
του λέω "Γιώργη ίντα θες;"
Μου λέει "καληνύχτα!"
Τις παπαδιές κατάπινε
και δεν μας άφηνε ποτέ
τσ' έρμους σε ησυχία,
μεθούσε και μας έλεγε
πως λύρα έπαιζε καλή
μα μια φορά την έπιασε
κι έκανε φασαρία...
Πολλές φορές τον έχω δει
τη νύχτα να παραπατεί
στο δρόμο μεθυσμένος
και να ψελλίζει συλλαβές
άγνωρες και ν' ακροβατεί
στης φυλακής του το κελί
μόνος κι ερημωμένος...
Αχ Γιώργη, οι επιλογές
κι οι εξαρτήσεις τρυφηλές
την μοίρα σου εφτιάξαν
κι όσοι αγαπούσες στη ζωή
και δεδομένους λόγιαζες,
"άδικη ζήση" π'όλο λες
αλάργο σου πετάξαν...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|