| 'Εγειρα και κοιμήθηκα
στο φως των άστρων
κι` είχα σκέπασμα τα όνειρα μου.
Σαν χτύπησαν οι καμπάνες
μια Ανάσταση ονειρεύτηκα
κι` είπα.
Δεν είν ψηλά το άσπρο εκκλησάκι
δεν είναι καθόλου ψηλά
κι` ανέβηκα.
Να ανάψω ένα μικρό κερί
με περηφάνια τόση
γιατί έφτασα
στην αρχή της ελπίδας.
Το στόλισα βασιλικό και δυόσμο
αγριοβοτάνι και μυρτιά.
Σκέφτηκα και προσπάθησα
να` χω καθαρά τα χέρια
καθαρή την ψυχή
σαν εκείνα τ` άσπρα κρίνα
της Λαμπρής.
Κι` είπα θεέ μου
βοήθα την πλάση
βοήθα το μικρό παιδί
το κατατρεγμένο, το κουρασμένο.
Εκείνα τα κουρελάκια
που είδα χθες
κι` είχαν αδειανά τα μάτια.
Ταπεινώθηκα
εξαγνίστηκα
σαν τα άσπρα πουλιά
που πετούσαν λεύτερα
στον ορίζοντα.
Είχα φτάσει πια στο τέρμα
δίχως ματαιοδοξία καμιά.
Μόνο μ` ένα κόμπο στο λαιμό
να τρανεύει ο άνθρωπος
να τρανεύει η αγάπη.
16-5-2020
Αδαμοπούλου Γεωργία.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|