| Ερωτευμένος ήμουνα
μαζί της ένα χρόνο
κι είχα σεβντά μες στην καρδιά
που εγώ τον ξέρω μόνο.
Η μάνα της τη ζόριζε
για να μη βγαίνει έξω
και δεν μπορούσα εύκολα
αυτό να το αντέξω.
Μου έλειπαν τα χάδια της
και η γλυκιά αγκαλιά της
κι έπρεπε κάτι να σκεφτώ
για να βρεθώ κοντά της.
Μια νύχτα τ΄ αποφάσισα
να πάω να την κλέψω
τις δάφνες της αγάπης μου
σαν ήρωας να δρέψω.
Μα εκεί, στον έκτο όροφο
που ήταν, θα ζαλιζόμουν
και ίσως ανεβαίνοντας
να γκρεμοτσακιζόμουν.
Γι΄ αυτό, μια ανεμόσκαλα
προσπάθησα να δέσω
αλλά δεν ισορρόπησα
κινδύνεψα να πέσω.
Και σαν να μην αρκούσε αυτό
ξεπρόβαλε μια σκούπα
που την κρατούσε η μάνα της
και μου ΄πε : «Βρε, δεν σου ΄πα
την κόρη μου ποτέ ξανά
να μην την ενοχλήσεις
αλλιώς θα μπλέξεις άσχημα
και θα δεινοπαθήσεις ;»
(Έχει το μαύρο χάλι της, μοιάζει σαν το βαρέλι
κι όμως κουμάντο πάντοτε, σ΄ όλους να κάνει, θέλει.
Όμως κι εγώ της έδειξα κι έλαβε γνώση ήδη
ότι δεν αστειεύομαι, είμαι σκληρό καρύδι
την κόρη της την αγαπώ κι ο κόσμος να χαλάσει
μια μέρα θα την παντρευτώ και δεν θα της περάσει).
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|