|
Εκεί ζερβά ' πο τα πευκάκια
ανάδια ' πο του βασιλιά,
τον Δημοσθένη σα να είδα
όπως καθότανε παλιά.
Ακουμπισμένος στην κατσούνα
μ' όψη αυστηρή αρχαίου Θιού
και βλέμμα που 'σκιζε στα δύο
ωσάν την κόψη του σπαθιού.
Κι όπως εκοίταζε να φεύγουν
και να ' ρχονται οι περαστικοί
'πο δίπλα έστεκ ' η γυνή ντου,
μ' ένα χαμόγελο γλυκύ.
Πάντα γλυκά μας χαιρετούσε
τσεμπέρι φόριενε μαβί
και πάντα ευγενικά χαιρέτα
όποιο 'πο κεια θελα διαβεί.
Του Δημοσθένη δεν θυμάμαι
ποτέ ν' ακούσω την μιλιά ,
όμως θυμούμαι το τραγούδι
'πο δυο ωριόπλουμα πουλιά.
Είχανε χτίσει τη φωλιά ντως
στου Δημοσθένη την αυλή
κι ακόμα η γλυκειά λαλιά ντως
μέσα στ'αυτιά μου αντιλαλεί.
Εμίσεψεν ο Δημοσθένης
και η γυναίκα ντου η γλυκειά
και τώρα δεν γρικάς τραγούδι
κι επόμειν' άδεια η φωλιά.
Εκεί ζερβά ' πο τα πευκάκια
ανάδια ' πο του βασιλιά,
ήρθε στο νου μου ο Δημοσθένης
όπως καθότανε παλιά.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|