| Στην ταβέρνα μόνος μου τα πίνω
και το δάκρυ μου κυλά
στου πιοτού τη ζάλη αργοσβήνω
κι έχω βάσανα πολλά.
Να πιαστώ δεν μ’ άπλωσες το χέρι
και δεν μου’ πες σ’ αγαπώ
μπόρες και φουρτούνες μου’ χεις φέρει,
τον καημό μου πού να πω.
Μού’ χεις φύγει σαν τα περιστέρια
που πετούν στον ουρανό
της αγάπης μού’ σβησες τ’ αστέρια
και μου ρίχνεις κεραυνό.
Μου’ χεις φύγει σαν τα περιστέρια
που γυρεύουνε φωλιά
κι έχω θύελλες, αγριοκαίρια
και χειμώνες αγκαλιά.
Στην ταβέρνα έχω απομείνει
στάλα-στάλα να μετρώ
τη ζωή που άπονα μου δίνει
δηλητήριο πικρό.
Και συ μέσα στην αχαριστία
μια δεν μού’ στειλες ματιά,
για να με ζεστάνεις απ’ τα κρύα
κι είμαι φύλλο στο νοτιά.
Μού’ χεις φύγει σαν τα περιστέρια
που πετούν στον ουρανό
της αγάπης μου’ σβησες τ’ αστέρια
και μου ρίχνεις κεραυνό.
Μού’ χεις φύγει σαν τα περιστέρια
που γυρεύουνε φωλιά
κι έχω θύελλες, αγριοκαίρια
και χειμώνες αγκαλιά.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|