| Ρίζα που την ξεράνανε σε μυστικό αλώνι,
δώδεκα νύχτες χόρεψαν του Άτλαντα οι παρθένες,
τότε που τους κρεμούσανε στου κάστρου τις αντένες
να βγει νερό , αίμα να βγει , βολβός να μεγαλώνει.
Μου τό δωσε μια μάγισσα , μία τυφλή τσιγγάνα,
δεμένο μ ένα βρωμερό σκουρόχρωμο καφτάνι.
Δεμένο και με ψίθυρους που στόμα δεν τους πιάνει,
παρά μονάχα στο βουνό , στου Δράκου την αλτάνα.
Όπως θεριεύει ο κισσός και ρίχνει κάτω τοίχους,
όπως λαλεί ο κόκκορας και πάντα ξημερώνει,
όπως του βάλτου ο ατμός γίνεται πάλι χιόνι,
όπως μυρίζω θάλασσα στους μαύρους σου βοστρύχους...
Να παρω ,νύχτα σκοτεινή , να πάρω μονοπάτι
βήμα το βήμα το βαρύ , να μην κοιτάξω πίσω,
το ρούχο σου το αδειανό ξανά να το γεμίσω,
με διακονιάρη πονηριά και μάχαιρα απελάτη.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|