| "Αχιλλέας"
Σ'ένα αγγελτήριο θανάτου
με πρόσωπο κοκκινερό
είδα το χάραμα τον Αχιλλέα
κι είχε στην όψη θλίψη θαρρώ.
Έφυγε για τους άλλους τόπους
μία θλιμμένη Κυριακή
και την ομάδας του τον αγώνα
κρίμα, δεν πρόφτασε να δει.
Μου παν παλιά είχ' αγαπήσει
μια γυναίκα πολύ βαθιά
από την χώρα της τουλίπας
πέρα αλάργο πολύ μακριά...
Έδωσ' η αγάπη τους ένα κορίτσι
και η ζωή του πήρε πνοή
όμως ποι' αγάπη κρατεί για πάντα
δίχως να δώσει τέλος πρικύ;
Κι έναν Οκτώβρη μου παν πως πήρε
κείνη μαζί της το παιδί
γύρισε πίσω στης τουλίπας
την χώρα κείνη την μακρινή.
Κι έμεινε μόνος ο Αχιλλέας
με μιαν αβάσταχτη πληγή
κι έτσι αγκάλιασε τη μέθη
μεσα στην δίνη της να πνιγεί.
Φύγαν περάσανε τα χρόνια
ελπίδες στάχτη που σκορπά
γίναν στο φύσημα τ' ανέμου
στης προσμονής τον μαστραπά.
Κι όταν ο Παύλος με την Ελένη
τον βλέπανε έρημο στο στενό
τον εκερνούσανε τσιγάρο
με κάποιον θλίψης ανασασμό.
Κι έτσι αρρώστησε ο Αχιλλέας
και δίχως βάρος να γενεί
το εικοσιένα μες την καρδιά του
έβγαλε τέλους τη φωνή.
Κι αν έχει φύγει ο Αχιλλέας
και στου Σωκράτη πια δεν πατεί
είν'η ψυχή του κάπου εδώ πέρα
και τον δικέφαλο κρατεί...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|