| Τωρα πια ελπιζω, διχως να περιμενω
Οι ανθρωποι με ξεπερνανε
Χιονιαδες με τα καλοκαιρια
Κι καρδια του χειμωνα πιο τρυφερη κι απο νιφαδα
Παγωνει στον αερα τους
Ειμαι μολις πριν λιγο, απο το πουθενα
οτι δεν φτανω ουτε στο νυχακι του
το γατακι που στριμωξαν
πανω στην ροδα οι γατες
και τα' κανε πανω του
Το ειδα με τρομο ασαλευτο
με την ψυχραιμια ενος νεκρου
σε μια απειλητικη στριγγλια του θανατου
και να το φτασω, δεν περιμενε.
Μονο μιλησε μου με ενα του βλεμμα, το φως του
Ο ηλιος ολος απο τις αδειες να ρεει κογχες του
τοσο που πονεσαν αβυθομετρητα τα ματια μου'
και που δεν μπορεσα να το κρατησω
και που κατανοησε, και που χαθηκε.
Απο μπρος μου, εντος μου.
Για να το δω, στην ανηφορα
γενναιο και στιγμα
πως μικραινει το απιαστον
-για- να κοιταει μονο μπροστα.
Μεθυσμενο, αξεθυμαστο, ακαταβλητο,
με τα ματια μονο της ψυχης .
Να βρει την γαληνη, ζωντανο.
Θα'ναι, η ευτυχια μου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|