| Στον καθρέφτη,
φοράει το κραγιόν της,
χρυσό το μενταγιόν της,
πώς ακτινοβολεί.
Και χτυπά το
τηλέφωνο στην κλίνη
κι εκείνη τού το κλείνει,
σαν βλέπει ποιος καλεί.
Τότε, εκείνος,
μεμιάς σαλεύει ο νους του
και μιαν ωδή του Αυγούστου,
τής γράφει στο χαρτί.
Και το βράδυ,
την παίζει στην παρέα
κι αυτοί περνούν ωραία,
σαν να ’χουνε γιορτή.
Τα μαλλιά της,
μαζεύει λόγω ζέστης
και πάει στους εραστές της
να τούς παραδοθεί.
Να τής πούνε
τα βρώμικά τους λόγια,
που ζουν στα καταγώγια,
σε βόρβορο βαθύ.
Τότε, εκείνος,
μεμιάς σαλεύει ο νους του
και μιαν ωδή του Αυγούστου,
τής γράφει στο χαρτί.
Και το βράδυ,
την παίζει στην παρέα
κι αυτοί περνούν ωραία,
σαν να ’χουνε γιορτή.
9.8.2020
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|