| Οι που τ’ αγρίκησαν, ποτές, μελίσσι των κυμάτων,
κι οι που της ξέκλεψαν θωριά, θητεία των χρωμάτων,
αυτοί λεν, για τη θάλασσα, πως είναι καρδιοκλέφτρα,
πως είν' στοιχιό ανήμερο, σκιάχτρο και σαγηνεύτρα.
Οι που σμιστήκανε, ποτές, δροσάρμυρον αγέρι,
κι οι που δεχτήκαν χάδεμα, απ’ το γλυφό της χέρι,
αυτοί λεν, για τη θάλασσα, πως με γυναίκα μοιάζει,
μαγίστρα, που ανέγνοιαστα διαθέσεις συχναλλάζει.
Οι που θαρρούν πως ξέρουνε, ποια της ψυχής τα βάθη,
κι οι που στιχώνουν λυγερές ρίμες, π' ο νους τους πλάθει,
αυτοί λεν για τη θάλασσα, πως πόθους λεφτερώνει,
και στα κιντέρια, ξέρει πως, την άρνα να κεντρώνει.
Λεν κι οι ναυτίλοι π’ άργασαν, σ’ αλατερήν αγκάλη,
πως δεν χαμπέρισαν, ποτές, τέτοιαν ηδονοζάλη,
ως, η που φέρνει θεριακή, σμίγος απ' το σεβντά της
κι από το φόβο που νερά, γεννούν, ζαβά, μουντά της.
Και γέροι λεν, πολύγνωροι, στου καφενέ μιαν άκρη,
πως μόνο στη στεριά χαρές, στη θάλασσα το δάκρυ…
Μα πριν να ξεψυχήσουνε, πριν μες τη γης ριχτούνε,
γυρέβουν, για στερνή φορά, μπρούσκα, να τη γευτούνε...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|