| Άχ, λεμονιά μου που ανθείς, καταμεσής τ’ Απρίλη,
κι έχεις συντρόφι, στη νυχτιά, τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
πώς να γλυτώσω, o έρμος, του πόθου το ζαγάρι,
που μου δαγκάνει την καρδιά, και φρύγει μου τα χείλη;
Έμορφη λεμονίτσα μου, νυφούλα μυρωδάτη,
να τη βαστάξω, πώς μπορώ, γέμιση που ροδίζει,
και με φιλεύει θύμησες, αγάπης που πασχίζει,
να βρει ανάσες, στις στιγμές, που έγειρε χορτάτη;
Αν με λυπάσαι, δέσποινα, και στέργεις να μ’ ακούσεις,
τ' ανθιά σ', απόψε, θέριεψε, και ρίξε τα λεμόνια,
και πες του μπάτη που κινά, από πελάου πλεμόνια,
στη φυλλωσιά σου να χωθεί, στο μύρο να τον λούσεις.
Στείλε μ’ αυτόν ανασαιμιά, σμιγμένη μ’ αλισάχνη,
στ' αυτί να πάει να της πει, να της το ψιθυρίσει,
πως είν' μαχαίρι η νυχτιά, που μ' έχει γονατίσει,
και σκιάζομαι πως θα χαθώ σα ροδαμός στην πάχνη.
Κι ακόμα, πως, ανάργητα, προσεύχομαι να φτάσει,
τι είναι ανυπόφορο το βάρος στην καρδιά μου,
και πως δεν έχω γλυτωμό, αν δεν βρεθεί σιμά μου,
κάτω απ’ την αγκάλη σου, που θε’ να μας σκεπάσει.
Αν κάνει την απόφαση, να πει στα χελιδόνια,
που 'ν' για ταξίδι σερπετά, και ξέρουνε τις ρούγες,
εκείνα να τη φέρουνε, στις σπαθωτές φτερούγες,
κι αηδόνια να ‘χει συνοδιά, σκεντζές είν’ τα τριδόνια.
Εδώ αν έρθει, πες το της, το βλέμμα που ζηλεύει,
'κείνα τ’ ανθιά σου τα λευκά, τα μοσχομυρισμένα,
όταν το ρίχνει πάνω μου, πώς τα 'χει μαγεμένα,
τα όνειρά μου, κι αίστησες, ως θέλει τις τορνεύει.
Στης ζήσης, πούρι, αργαλειό, ν' αλλάξει το στημόνι,
και της ζυγιάς ανυφαντό, να σιάξει απ' ατλάζι,
τι δε βαστιέται μοναξιά, που φέξη τη θηλάζει,
κι ας το κατέχει, έρημο, πως σβήνει το τρυγόνι…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|