Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132760 Τραγούδια, 271256 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Τα μήλα
 Ο γερο-δραγάτης ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μέγας αφηγητής, και παλιός λοχίας στην ατυχή Μικαρσιατική Εκστρατεία. Από το στόμα του άκουσα πλήθος ιστορίες απ' την Ανατολή. Τον βάζω, εδώ, ποιητική αδεία, να διηγείται έμμετρα ένα ινδικό παραμύθι.
 
Μες στου χωριού το καπηλειό, δείλι του Κρυαρίτη,
νέοι και γέροι γύρωθε, σε κέδρινο τρισκέλι,
ντόπιοι, φερτοί, ανάμειχτοι, το μπρούσκο κοκκινέλι,
γευόμασταν, που ζήταγε καφκί από γρανίτη.

Και μέσα στις παραλοές και στις λιανοκουβέντες,
τα μάτια όλων γύριζαν εκεί, οπού γνοιασμένος,
γερο-δραγάτης κάθονταν, της πείρας αργασμένος,
που τον Σαγγάριο διάβηκε, ποτές, μ' άλλους λεβέντες...

Τι όλοι καρτερούσαμε, το κέφι να τον πιάσει,
να πει καμιάν ανάλαφρη κι αστεία ιστορία,
αφού πολύ τον παίνευαν, πως είχε μαεστρία,
στη στόριση και τεχνικά κατείχε να την πλάσει.

Σα σώπασαν, κοντοσουγιά, ανάσυρε, και πήρε,
να ξύνει το τσιμπούκι του, ως έπεφτε η νυχτιά,
κι αφού ξανά το γέμισε, και του έβαλε φωτιά,
μιαν ιστορία άρχισε, κι όλους μας συνεπήρε...

“Σε αλαφροήσκιωτους καιρούς, σε μακρινή μια χώρα,
ο ρήγας της, στ’ ανάχτορου μια σάλα, με συμπόνια,
κάθε πρωί, γνωμάτιζε, για όσα, μες στα χρόνια,
τ’ ανθρωπολόϊ ζήταγε, βαστώντας μικροδώρα.

Καθείς πεσκέσι του ‘φερνε, κατά τη δύναμή του,
κι ο βασιλιάς ευγενικά, σαν το ‘παιρνε στα χέρια
το ‘δινε για ν’ ασφαλιστεί, στου χαζινέ φορτσέρια,
στον καζναδάρη που ‘στεκε, δεξιά απ’ το θρονί του.

Μέσα στον κόσμο τον πολύ, ήταν κι ένας φακίρης,
που έφτανε καθημερνώς, αφρόμηλο βαστώντας,
κι αφού το ρήγα φίλευε, έφευγε προσκυνώντας,
χωρίς, να του ζητά, ποτές, χάρη ο κακομοίρης.

Ο καλιφάς αδιάφορος, για το φτωχό μπαξίσι,
στον οφιτσιάλο τ’ άπλωνε, που με στυφνή τη μύτη,
κατσούτης, όπως ήτανε, από κρυφό φεγγίτη,
σε κατωκέλι το ‘ριχνε, κάποτες, να σαπίσει.

Αυτό, που λες, γινότανε, για χρόνια, για ζαμάνια,
μπορεί και να ‘ταν δώδεκα, μπορεί και δεκαπέντε,
όσα και να ‘ταν σκόρπισαν, στη σούφνα του πουνέντε,
απ’ το ηλιοβασίλεμα, που στέλνει μας φιρμάνια.

Κάποιο πρωί που μπήκε μπρος η ίδια ιστορία,
ορμά, στη σάλα, ξαφνικά, του ρήγα η σεμπέκα,
που κόπελος κυνήγαγε, με ντούρα στραβολέκα,
τι, το ‘σκασε απ’ το κλουβί, σα βρήκε ευκαιρία.

Ως είδε κόσμο και ντουνιά, κι άκουσε φασαρία,
τρέχ' η μαϊμού στο βασιλιά, λες κι είχε 'κανα ψύλλο,
την ώρα κείνη που ‘παιρνε, στα χέρια του το μήλο,
που ‘ταν, για χρόνια, του αθιά κασιέρη αγγαρεία.

Μόλις το φρούτο ξάνοιξε, το ζωντανό, τ' αρπάζει,
και το δαγκάνει λαίμαργα, για να το κατεβάσει,
μα κόντεψε τα τριφτερά, τα δόντια του να χάσει,
κάτι αδρύ βρισκόταν ‘κει, κι άρχισε να ρεκάζει.

Ο βασιλιάς παίρνει ευθύς το δαγκωμένο μήλο,
στα δυο τ' ανοίγει κι άλαλος, μέσα θωρεί ροζέτα,
κι αμέσως ρίχνει μια ματιά, σ' αυτή τη μαριονέτα,
τον καζναδάρη, που σιμά, έτρεμε σαν τον σκύλο.

Τον ερωτά που φύλαξε, τα μήλα που 'χε πάρει,
πρωτύτερα, και ήτανε, χρόνων πολλών καζάντια…
Tρέχουν μαζί και τι να δουν, διαμάντια και μπριλάντια,
σωρός, μες στη μαγάρα που έπνιγε το κελάρι…”

Εστάθηκε, ο γέροντας, μια ρουφηξιά τραβώντας,
και πήρε κύκλω να κοιτά, τα χαηλωμένα μάτια…
Σ’ έναν γιαβρή που σύχναζε, στης γνώσης τα παλάτια,
σταλίκωσε το βλέμμα του και είπε του, ρωτώντας:

"Βρε αγγονέ, εσύ τι λες, για τούτ' την ιστορία,
- ήτανε, βλέπεις, σόι του, του αδελφού του φύτρα –
και βλέψη ποιά, θαρρείς, αυτής πως ήτανε γεννήτρα;
Μην, τάχα, νιώθεις, πως αυτή, ήταν απλή φλυαρία;"

Ο μοσκονιός κοκκίνισε στου γέροντα τα λόγια,
- δεν το καρτέραγε, μαθές, μ’ αυτόν αρχή να κάνει -,
μα μάζεψε τα θάρρη του, και πήρε να υφάνει,
απόκριση, που κράτησε, βουβά τα κομπολόγια:

“Παππού, θαρρώ η στόριση, που έκαμες μας λέει,
πως κάθε μέρα έρχεται, σε μας με ταπεινάδα,
κι άλλο δεν μας ζητά ποτές, παρά με φρονιμάδα,
τα δώρα της να πάρουμε, που κρύβουνε ελέη.

Μ’ αφού, μέσα, τι έχουνε, κανένας δεν κατέχει,
τα ξαποστέλνουμε, συχνά, σε βρωμερή κατάντια…
Της ζήσης μας οι μετρητές, οι μέρες είν’ διαμάντια,
μα μας ξεφεύγει η τιμή, π' αριφνισμό δεν έχει…

Κι αυτό, γιατί η κρίση μας, βασιλικιά πως είναι,
θαρρούμε, και πως σ' άσφαλτα, πορίσματα μας βγάζει...
Χώρια, που και των γύρω μας, η κούτρα κατεβάζει,
γκεβεζελίκια, κι έμπιστοι, είν' για το θεαθήναι…”

Ο γέρος ανασήκωσε τ’ αριστερό το φρύδι,
και σαν ν’ αναπετάρισε το άσπρο του μουστάκι,
την πίπα πήρε να σγαρλά μ’ εκειό του σουγιαδάκι,
κι άλλους στο γύρο, άφησε να κάνουνε παιχνίδι…


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αναμνήσεις & Βιώματα,Παραμύθια
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
Αγιοβλασιτης
09-10-2020 @ 21:35
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Κων/νος Ντζ
10-10-2020 @ 08:55
::up.:: ::up.:: ::up.::
-Ειρήνη-
10-10-2020 @ 09:34
Ζωντανές οι εικόνες σου και η περιγραφή της παρέας και του αφηγητή.... κυρίως στην τελευταία στροφή. Όσο για την ιστορία, ενδιαφέρουσα η ερμηνεία της! Προσωπικά σκέφτηκα ότι μπορεί ν' αναφέρεται σε όλα τα μικρά κι ασήμαντα γεγονότα της ζωής μας που τα προσπερνάμε χωρίς να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία ώσπου έρχεται μια ώρα που καταλαβαίνουμε ότι αυτό που θεωρούσαμε συνηθισμένο ήταν σημαντικό π.χ. η καλημέρα που λέει κάποιος καθημερινά μέχρι που ο/η συνάδελφος φεύγει σε άλλη πόλη και πλέον λείπει η δική του/της καλημέρα. Κάπως έτσι το είδα. Η αφηγηματική σου ικανότητα εξαιρετική!
professorark
10-10-2020 @ 09:39
Καλημέρα Ειρήνη. Ευχαριστώ για τα σχόλια. Φαίνεται, ότι κάτι πήρα από τον γερο-δραγάτη, τον μπαρμπα-Λιά...

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο