| Ανάμεσα στους εμιγκρέδες στο υπερωκεάνιο
έβλεπα εκστασιασμένος τους ουρανοξύστες
το μεγάλο άγαλμα στο νησί ελέγχου της νέας πατρίδας.
Ήμουν εκεί στην ατέλειωτη σειρά της ταυτοποίησης
και της επιθεώρησης απέναντί μου οι βλοσυροί
θεόρατοι αστυνόμοι Αμερικάνοι
γιατροί νυσταγμένοι αρκούντως βαριεστημένοι
που ανοίγουν τα στόματα των εμιγκρέδων συντρόφων
όπως ο παππούς άνοιγε το στόμα του αλόγου
όταν θα το αγόραζε στο παζάρι ζώων.
Κρύοι πλακόστρωτοι ,γρανιτένιοι δρόμοι
στη μεγαλούπολη του κόσμου.
“Ω.. άμοιρε εμιγκρέ της μικρής και της μεγάλης Ελλάδας
που αναγκάστηκες ν' αφήσεις τα όμορφα χωριά σου
τους συγγενείς και φίλους ,τα κτήματα με τις ελιές
και τ' αμπελάκια κι ήρθες στο νέο κόσμο
ανάμεσα σε αγνώστους που τη γλώσσα σου δε γρικούν”.
Δε ζηλεύω τα καθαρά τους ρούχα ,
τα λούσα,τ' αυτοκίνητά τους
μου έφτανε το γαϊδουράκι στο χωριό μου.
Πόσο μετάνιωσα καλή μου μάνα.
Εδώ που βρίσκομαι έχει μεγάλα σπίτια
κι όταν γυρνώ το βλέμμα στη θάλασσα
ο ορίζοντας τελειωμό δεν έχει
κι όταν ρωτώ πως θα γυρίσω πίσω
μου λένε πως το ταξίδι μου δεν έχει γυρισμό.
Συνωμότησα με το εαυτό μου
κι έδωσα υπόσχεση πίσω να γυρίσω
γιατί εδώ τον πόνο μου κανείς δε γρικά ν' ακούσει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|