|
| Σιωπές | | | Καλημέρα και καλή εβδομάδα. Ας ελπίσουμε να ανασάνουμε, σύντομα... | | Για ν’ απεικάσεις τη σιωπή,
μπροστά σε παραθύρι στάσου,
κι άλμπα ως φτάνει χρυσωπή,
σφάλισε μάτια κι αφουγκράσου,
πως αλαργάρει, μουλωχτά,
σαν έχει o μπαξές χορτάσει,
δροσιά, πριχού τα φτερωτά,
στήσουν, με κόρο τους, γιορτάσι.
Για να ξεκλώσεις τη σιωπή,
στον ερχομό μιας ηλιαχτίδας,
δες, πως γλιστρά μες στη ντροπή,
πειρατικό της καταιγίδας,
που ‘χει κουρσέψει χρώματα,
με μια του άξαφνη ζαβάδα,
μα τρέμει γης μυρώματα,
σ’ ουρανοδόξαρου ικμάδα.
Για ν’ αγρικήσεις τη σιωπή,
μπροστά σε άγραφη σελίδα
το πώς, αργή, καιροσκοπεί,
νιώσε, στο χέρι, η γραφίδα,
απ' του μυαλού την αλαμπή,
ψάχνοντας, αφορμή ν’ αδράξει,
στην οργωσιά να ξαναμπεί,
βραγιές σε ρέσμα να χαράξει.
Για να ξανοίξεις τη σιωπή,
απιλογή που δεν κατέχεις,
σε μια ματιά της σκυθρωπή,
δες, πως σε βιάζει να τ’ αντέχεις,
να ρίχνεις βλέμμα χαμηλά,
να μην τολμάς ν' απλώσεις χέρι,
μιας και, το ζάρουν, ριγηλά,
μάγουλα να ‘ν’ πικρό μαχαίρι.
Για ν’ αναγράνεις τη σιωπή,
στάσου, σ’ αρμό από λαχίδια,
και της νυχτιάς, την αγριωπή,
μες σε λειψόφεγγου ξεφτίδια,
δες, τη θωριά, σαν προσπαθεί,
να κλεψει χρώμα απ’ το θάμπος
φανών που έχουν ψυχωθεί,
σε σπίτια π’ αγκαλιάζει κάμπος.
Για να ξεκρίνεις τη σιωπή,
πιάσε στασίδι σε ξεμόνι,
μιας πούντας, που αρρενωπή,
φυτέβει θάλασσας βελόνι,
και δες, μαρνέρου προσεφκή,
πως γαληνέβει την ειδή του,
και πως φιλέβει τον αλκή,
ωδή, σ’ ανάηχη σπονδή του.
Για να ξεγνέσεις τη σιωπή,
πιάσε του αγουρίτη βλέμμα,
της φύσης, όταν, προτροπή,
γλυκοπυρώνει του το αίμα,
στης κορασιάς ανάντριασμα,
που μες σε όνειρα μελέβει,
μα, στο ξυπνό του, κόμπιασμα,
και καπυράδα τον φιλέβει.
Για να χωνέψεις τη σιωπή,
το μάτι κοίτα το σβησμένο,
πως το κενό βυθοσκοπεί,
μάνας που 'χει παιδί θαμένο,
σαν, του σφαμού, ο φόβος, πια,
έχει λουφάξει, κι η ελπίδα,
δεν ειν' παρά μυαλού καλπιά,
της αφορμάγρας μια παγίδα.
Για να σκαμπάσεις τη σιωπή,
μια πέτρα, πιάσε, αβρυασμένη,
κι ως δώσεις της παρατροπή,
για σάρα με κοντριά σπαρμένη,
σφυροκοπήματα π' ακούς,
είναι απ' την νεκρή την ύλη,
τα μούσκλα πάν' χωρίς αχούς,
σ' όποια κρημίλα τα 'χεις στείλει.
Όλες ετούτες οι σιωπές,
κι άλλες, που, ίσως, παραλλάζουν,
των ήχων, είν' αποτροπές,
που την ψυχή σφιχταγκαλιάζουν.
Με θελεμό, ανήθελες,
μιλούν για όσα, μύριες λέξεις,
είν' αχαμνές κι ανώφελες.
Ρυάζουν, αρκεί να τις προσέξεις…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
Αγιοβλασιτης 16-11-2020 @ 15:11 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | χωρίς λόγια 16-11-2020 @ 17:16 | !!! | | -Ειρήνη- 18-11-2020 @ 10:52 | Ωραίο το ποίημά σου, professorark, για τις σιωπές, καθεμιά διαφορετική και καθεμιά με τον ήχο της, που μπορεί να κυμαίνεται από ψίθυρο μέχρι ουρλιαχτό, αρκεί κανείς να μπορεί να τον ακούσει... | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|