|
Οι συγγενείς και οι φίλοι θέση ψάχνουν να βρουν
στου λιμανιού το ντόκο λευκό μαντήλι κρατούν
αγαπημένα πρόσωπα που ξενιτεύονται αποχαιρετούν.
Το “ΠΑΤΡΙΣ”αδυνατεί την υπομονή του να τιθασεύσει
θέλει στα γαλανά νερά του Σαρωνικού να πλεύσει.
Τα πλοία πολύ αντιπαθούν το δέσιμο στο λιμάνι.
Σιμά στο πλήθος εργάτες και γερανοί νυσταγμένοι
κατεβασμένα τα μπράτσα συμμετέχουν κι αυτοί
στου αποχαιρετισμού τη συγκινητική γιορτή.
Χαμάληδες,υπάλληλοι,ναυτικοί πράκτορες,τελωνειακοί
βλέποντας δάκρυα αποχαιρετισμού δακρύζουν κι αυτοί.
Αφήνω στην αποβάθρα πρόσωπα αγαπημένα
κουνούν τα μαντήλια τους στραμμένοι σε μένα.
Αφήνω πίσω μου γονείς ,φίλους, συγγενείς
αφήνω πίσω μου την ακριβή μου αγαπημένη
με υπόσχεση και πρόσκληση να έλθουν κι αυτοί
αφού δω τι θα βρω εκεί ,στην άγνωστη νέα γη.
Γυναίκες με μαύρα ρούχα φτωχικά ντυμένες
με κοιμισμένα βυζανιάρικα μωρά στις αγκαλιές,
και άντρες με όψεις ηλιοκαμένες,κουρασμένες
από τον άνεμο και τον ήλιο μορφές δωρικές .
Το “φορτίο”των ατζέντηδων στην κουβέρτα αραδιασμένο
στο τουριστικό κατάστρωμα του υπερωκεάνιου ξαπλωμένο.
Ποιος εγγυάται την επιτυχία και ποιος την πιθανή αποτυχία;
Η αγωνία των μελλούμενων στα πρόσωπα χαραγμένη,
υπάρχει ελπίδα για καλύτερη ζωή ,εκεί να τους περιμένει;
Η πίκρα του αποχαιρετισμού και βαθιά στο νου η ελπίδα
δίνουν ανάμικτα προδηλούμενα συναισθήματα και πείσμα.
Στο κατάστρωμα κάθε επιβάτης φροντίζει να βολευτεί
σαν το νερό που κυλά ψάχνοντας δρόμο να πορευτεί
τον προορισμό του κι αυτό τη δική του θάλασσα να βρει.
Τα όνειρα για τη νέα γη και των φαγητών οι οσμές
καλόν ύπνο κάμουν οι μαλακοί μπόγοι και οι αποσκευές,
πολυτέλεια,κουκέτα,καμπίνα άγνωστες στο λεξιλόγιό τους.
Εικοσιπέντε μέρες άπλυτοι θα κάνουν το λουτρό τους
πριν φτάσουν στο Coney Island ,permission για να λάβουν
στων ατζέντηδων τη “γη επαγγελίας”να ξεμπαρκάρουν.
Ακουμπισμένοι στην κουπαστή σε μια γωνιά του πλοίου
με βαριά καρδιά να πείσουν τον εαυτό τους προσπαθούν
για τη σωστή απόφαση στο πλοίο να μπουν και να ξενιτευτούν.
Καθώς το πλοίο έσχιζε του κόλπου τα ήρεμα γνωστά νερά
κι απομακρύνονταν από το αγαπημένο λιμάνι του Πειραιά
αναλογιζόμουν αυτά που άφηνα πίσω μου για μια ελπίδα
τους γονείς μου,την αγαπημένη ,το χωριό μου, την πατρίδα.
Καθώς το λιμάνι απομακρύνεται κι οι άνθρωποι αποχωρούν
μια ανεξήγητη αγωνία με πιάνει. Τα προσχήματα υποχωρούν.
Έκλαψα σαν μικρό παιδί αδυνατώντας τα δάκρυα να συγκρατήσω
έκδηλα χαραγμένη στο πρόσωπο η αγωνία μαζί με την ελπίδα.
Βολεύτηκα στο κατάστρωμα ακουμπισμένος σ' ένα αεραγωγό,
το ταξίδι για την Αμέρικα μακρύ 'ναι και χωρίς τελειωμό.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|