| Ήταν η πρώτη ημέρα του Μαγιού.
Στο λιμάνι, για τελευταία φορά φίλησα ο Ιούδας,
τον ανθισμένο λαιμό εκείνης.
Με τα αργύρια της προδοσίας βαριά στην καρδιά,
στο πρόσωπο της, τα δάκρυα από το πνιγμένο κλάμα παιδιού,
έκανα πως δεν τα είδα, όπως ποτέ δεν είδα, πως γνώριζε.
Αχνοφαίνεται πια το κάστρο της Μυτιλήνης.
Τα ιδρωμένα χέρια μου, σφιχτά κρατούν,
τα κάγκελα στην πλώρη του καραβιού.
Χάνεται η ματιά, στα βαθιά νερά.
Φτάνει πέρα μακριά,
εκεί που το μπλε της θάλασσας,
συναντά, το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Σκύβω τα μάτια. Στροβιλίζομαι στο βέρτιγκο του νου.
Ποιος είμαι; Τι είμαι; Τι κάνω;
Χαμένος! Η σκέψη θρύψαλα, κομμάτια!
Να ‘μαι άραγε, μικρό ψαράκι του αφρού
και θύμα παντοτινό κάποιου μεγάλου ψαριού;
Να ΄μαι μήπως περιπλανώμενο και πεινασμένο γλαροπούλι
που μπουκιές ψωμιού αρπάζει από το χέρι,
κάθε ψυχής, που ‘μαθε να προσφέρει;
Σαν πατήσω στη στεριά, θα βρώ μια ξερή συκιά.
Εκεί τ’ αργύρια της προδοσίας θα κρεμάσω.
Θα υποσχεθώ, με βαριά ανασαιμιά,
τον εαυτό μου πρώτα απ’ όλα να τιμώ,
ψυχή και αισθήματα να μη ξανά βιάσω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|