|
| Η γυναίκα κι ο ονειρευτής | | | Σε αντάμωσα εκείνη τη νύχτα, θυμάσαι;
Άναβες τ' άστρα στην ουράνια πολιτεία, θυμάσαι;
Καθισμένη ήσουν δίπλα στο ακροθαλάσσι.
Τόση δύναμη στα μάτια σου
Σαν όλα μέσα τους να ζούσαν
και σαν εσύ να τ' έδινες πνοή να συνεχίσουν.
Είκοσι χρονώ,
πρωτόβγαλτη στων λύκων την αγέλη, θυμάμαι!
Έρωτας δεν με σίμωνε,
τ' ατσάλι στο βλέμμα μου φοβόταν.
Είχα μέσα μου λιωμένη φωτιά
ούτε στεριά, ούτε δροσιά,
μονάχα λάβα, κινούμενη και καίουσα.
Διψούσα, θυμάμαι!
Νερό δεν κατόρθωσε να σε ξεδιψάσει
έκαιγες σαν λαμπάδα της Λαμπρής.
Ολημερίς και ολονυχτίς το πνεύμα σου χόρευε σαν φλόγα.
Θυμάσαι;
Ολάκερη μια ασίγαστη μια αδηφάγα φλόγα.
Το ολοκαύτωμα που υποσχόσουν
ποιος μπορούσε να το ποθήσει;
Μη με ρωτάς αν θυμάμαι!
Σαν γυρνώ πίσω φωτιές μου γλύφουν τις σάρκες
και ο χρόνος αμείλικτος, αγέρωχος
σέρνει τα βαριά του πόδια
ανάμεσα στης μνήμης τις καιόμενες βάτους.
Τίποτα δεν θυμάμαι!
Μονάχα τον χρόνο που με πετρώνει που με στεγανοποιεί.
Θυμάσαι!
Θυμάσαι πως ήρθε ντυμένος με το αντρικό του σαρκίο
κρύβοντας καλά τη φαρέτρα και τα βέλη
όμορφος και λάγνος, πως αλλιώς;
Μάτια ακίνητα και διψασμένα,
σαν κούτσουρα έπεσαν πάνω στα δικά σου
επιζητώντας τη θυσία.
Δεν μπορεί να μη θυμάσαι!
Σαν τα 'δες ξαφνιάστηκες,
από μόνα τους να 'ρθαν στην πυρά τα προσανάμματά σου;
Θυμάμαι!
Δεν καταλάβαινα πως,
έτσι ξαφνικά ό,τι εγώ άναβα εκείνος το έσβηνε,
ό,τι εγώ έκαιγα εκείνος το αναγεννούσε.
Και έτσι μας πήρε ο χρόνος,
ο χρόνος που πετρώνει,
ο χρόνος που στεγανοποιεί.
Σε θυμάμαι σκοτεινή
με χίλιες δυο ερωτήσεις να σου γρονθοκοπούν το στομάχι
και συ με ποιητική αναλγησία να τις απαξιώνεις.
Μπρος στης φωτιάς σου την αδηφαγία,
όλα ήταν θεμιτά, ακόμη και ο ρέων χρόνος.
Έτσι με πήρε ο χρόνος!
Με έριξε πάνω σε αιμάτινα σεντόνια
σε κλίνες γεμάτες ξυράφια
εκεί απάνω με εξαφάνισε!
Με κατάπιε και με έσβησε,
εμένα, την καιόμενη λάβα!
Θυμάμαι να 'χεις μείνει ακίνητη εκεί
μονάχα με την ανάμνησή σου
μια εικόνα υπεροχής, μια εικόνα ελευθερίας.
Πάνω της γραπώθηκες,
σαν να ήταν σανίδα σωτηρίας.
Καμιά σανίδα σωτηρίας
δεν έμελλε να με σώσει απ' τον αφανισμό.
Παρά μόνο εκείνη η φράση.
Θυμάσαι;
Θυμάσαι εκείνη τη φράση
που σχεδόν λιπόθυμη ψιθύριζες
σαν σπαρταρούσες στα κόκκινα από το αίμα σου σεντόνια;
Θυμάμαι πάντα εκείνη τη φράση:
ΔΥΣΚΟΛΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟ ΕΜΕΙΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΠΟΣΟ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
aridaios 27-12-2020 @ 03:43 | Με έριξε πάνω σε αιμάτινα σεντόνια
σε κλίνες γεμάτες ξυράφια
εκεί απάνω με εξαφάνισε!
Με κατάπιε και με έσβησε,
εμένα, την καιόμενη λάβα!
::sneak.:: μμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμ ::hug.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|