| Κρατώ ένα κρυφό σχολειό
με φειδώ το λαδάκι καίω στο καντήλι
μη μου σωθεί η μικρή φλογίτσα
μη χαθεί η ελπίδα που τρεμοπαίζει στο σκοτάδι.
Κατά καιρούς έρχονται στο ταπεινό μου απάγκιο
παιδιά παρατημένα στου χρόνου την άγονη έρημο
ξεστρατισμένοι οδοιπόροι που δε μάθαν να διαβάζουν
χάρτες στων ματιών το ουράνιο στερέωμα.
Εν ευθέτω χρόνω στοιβάζουν δίπλα μου
τους πιστούς, τους απαρέγκλιτους συντρόφους
φαντάσματα και σκιές καπνού συμπυκνωμένου
συντρίμμια και θραύσματα μιας πύρινης μνήμης.
Ακίνητη κάθομαι και στωικά περιμένω
τη μάχη τους κοιτώ καθώς ιδρώνουν
ποιος θα προλάβει, ποιος θα πιάσει
τη μοναδική απέναντί μου καρέκλα.
Με αγωνία στέκομαι, με κόπο τους διαβάζω
μάρτυρας του βωβού τους μαρτυρίου
βλέπω στα μάτια τους να εναλλάσσεται
ο φόβος και της δύναμής τους η περηφάνεια.
Με τον καιρό καίγομαι μαζί τους
μέσα μου μικραίνει, σώνεται η πάλλουσα φλογίτσα
και πιάνω πάντα την ανάσα μου
μη ξεχαστώ, μη άθελά μου και τη σβήσω.
Μα πως τυχαίνει στους καιρούς
πάντα να κερνιέμαι το ώριμο το λάδι
που βγάζει άνθρωπος όχι σοφός μα κάπως και τυχαίος
σαν αλέθει το τώρα και το τότε.
Με τον ζεστό, με τον λιωμένο ήλιο
και με φειδώ περίσσια κερνώ το καντηλάκι
να χει το ταπεινό μου απάγκιο
τούτο το λιγοστό φως.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|