| Με ελαφρό το βήμα πλησίασε ο Άχρονος
κρατώντας στη σεντεφένια κάσα τη γενέθλιό του θλίψη
στα χέρια του την άφησε και ήταν βαριά
και έζεχνε σαν σπάργανο ματωμένο.
Χωρίς οίκτο, χωρίς συμπόνια τον κοίταξε
οι κόχες άδειες να πλέει μέσα τους η άβυσσος.
Ο Ανύπνωτος γνώριζε όσα αυτός αγνοούσε
κι ήταν ανέγγιχτος και ακριμάτιστος.
Ύστερα πήρε τον δρόμο τον αβάδιστο
πέρα από το σύνορο του κόσμου.
Έμεινε μόνος ο Έγχρονος, να νυχτώνεται, να φοβάται,
να ακούει τον Κέρβερο να αλυχτά στο παλλόμενό του στέρνο.
Χωρίς επιλογή στήριξε ο σεντέφι στο δεξί του χέρι
και με το ζερβί έψαυε τα σάβανα της ζωής του.
Όσα άγγιζε βιος της άβατης στράτας, της αταξίδευτης,
το βάρος ανίκητο, σαν Σίσυφος θα κυνηγούσε δίχως τέρμα.
Κι ήταν τότε που η άγρια, η τραχιά ακούμπησε τα ακροδάχτυλά του,
το αχόρταγό της βύζαγμα, η κοιλιά που γέμιζε,
τα χρυσά της φλουριά που ξήλωναν τις τσέπες,
η βία που τις έραβε μην απωλέσει άγχθος, η απληστία.
Κι ύστερα μαγκώθηκαν στην άλλη,
το αίμα που έρρεε, το ρογοβύζι που δάγκωνε σαν στέρευε το γάλα,
η γυναίκα που τον έστερξε, κείνη που 'δωσε τα παιδιά του,
μορφές που δεν τίμησε, η ευχή που δεν αξίωσε,
στη μέγγενη της έχθρας.
Έσυρε το χέρι βιαστικά πριν τσιμπηθεί από αδράχτι,
χρόνια ξετύλιγε την κόκκινη κλωστή, τον νανούριζε το λίκνο της αξίας
μα ο Ανέσπερος μες στο σεντέφι φύλαγε την ασημαντότητά του.
Και ο Άνω Θρώσκων φώναξε, πέταξε την κάσα,
σκόρπισαν σκιές σαν σπόροι από ρόδια,
τριγύρω του μαζεύτηκαν του ύπνου του οι φύλακες,
στο μαλακό του κρεβάτι έστρωσαν τα ανάκατα στρωσίδια,
«όνειρο ήταν», ψιθύρισαν
κι ο Ενύπνιος γύρισε γαλήνια πλευρό
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|