| Μιά ιστορία θα σας πω,
αγαπημένοι φίλοι.
Γιά ένα γέροντα ψαρά,
όλοι τον λέγαν φουκαρά.
Δυό διψασμένα χείλη.
Μία μικρή ψαρόβαρκα,
είχε γιά συντροφιά του.
Ολημερίς στη θάλασσα.
Ήταν παρηγοριά του.
Γύρισε πόλεις και χωριά
κι αυτός μονολογούσε.
Πέτρες πετούσαν τα παιδιά.
Όμως τα συγχωρούσε.
Απόμακρος ο γεροστρατής.
Αυτό το όνομά του.
Ρόζους στα χέρια του σωρό.
Σκληρό το άγγιγμά του.
Μάταια έψαχνε να βρεί,
καρδιές που να πονάνε.
Φευγάτοι έρωτες και οι πολλές,
αγάπες δε χωράνε.
Μες τη καλύβα τη μικρή,
βαρύς καπνός,ντουμάνι.
Απ'το τσιμπούκι του γεροστρατή,
τη νύχτα να ξεκάνει.
Στα δίχτυα βάζει τη σιωπή.
Στη πετονιά τα λόγια.
Περνάει η ζωή,
γεροστρατή.
Κάνε επιτέλους την αρχή.
Άσε τα μοιρολόγια.
Ρουφιάνα όμως η ζωή.
Αργεί.
Μα δε ξεχνάει.
Φάρος που έμεινε κλειστός,
παίρνει μπροστά.
Είναι ανοιχτός.
Το φως ξαναγυρνάει.
Έτσι ο γέροντας ψαράς,
δεν είναι πλέον φουκαράς.
Τα χείλη δε δειψάνε.
Και η καλύβα η μικρή,
ξανά λουλούδια στην αυλή.
Χαρές που τριγυρνάνε.
Στα χέρια του σφίγγει τη ζωή.
Του δίνει ευκαιρία.
Αλλάζει ο γέροντας στρατής.
Ξανά ο δρόμος του μακρύς.
Δική του η ελευθερία.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|