| Των αστεριών θώρι, της γης, χαϊδεύει, τα παρτάλια,
μες στο μπαξέ μου, χέρωσε, χειμώνας, θεριστήρι...
Βοριάς ξυστός κράϊ κερνά, και παγερά φροκάλια,
πεσμένα φύλλα των δεντριών, στέλνουν στο παραθύρι.
Αβγή ανόρεχτη, δειλή, στην κάμαρα θα στείλει,
την άχνα της αζεστασιάς, που ραίνει τον αγέρα.
Θα 'ρθει να κάτσει, μουδιαστή, σ' όσα μαθό κοντύλι
της ζήσης μου, απόθεσε, στης θύμησης τη σέρα.
Δεν συμπαθώ τα ξέψυχα, που φτάνουνε στα τζάμια,
τα φύλλα, που με πούσι τους, λιγέβουνε τ' αγνάντιο.
Μήτε την πάγρα που 'ρχεται και με ογρά πλοκάμια,
κρουσταίνει ό,τι μέσα μου έχω κρατήσει κάντιο.
Θα τα βαδώσω ξώφυλλα, περσιδωτά, ν' αφήσω,
τη χειμωνιά οξωμεριάς, την πλάση να μαργώνει,
κι από τις γρίλιες, λαγιαστά, το βλέμμα μου θα στήσω,
σε δέντρο που τ' απόμειναν ξαρμάτωτοι οι κλώνοι.
Μαγιά μου, κάποια, ακριβή, το στόλισε με φύλλα
μα, πωρικά, τα φιόρα του, δεν δέσαν, καλοκαίρι…
Της κλείσης μου σιφουνικό, τ' αφήκε με τα ξύλα,
κι είν' μια κοχιά του, πρωταρχή για του μυαλού σεφέρι.
Απλώσαν τα βραχιόνια του, και την τσιατή διαβήκαν,
κι άνεμος αχαλίνωτος, μπρος πίσω τα σαλέβει,
κλωνάρια, που χαδούμικα, κάρπισμα στερηθήκαν,
τι ‘χαν ανάζερβο καιρό για να τα συντροφέβει.
Κι όμως, το νιώθω, μέσα μου, πως δεν έχουν χτικιάσει,
τ' ακρόκλαδά του, και καιρός, θα φτάσει που λατάρια,
στην κλαδωσιά του θα φανούν, σαν θα 'χουνε λειψιάσει,
της πίκρας και της όργητας, τα δίσεχτα φεγγάρια.
Μα συ, που στέρφα ξαστεριά, αλάργα, σε κλειδώνει,
και χωριστά αξαίνουμε, σε δίχαλο χειμώνα,
κάνε μ' ένα χαρίτωμα, και στείλε χελιδόνι,
να φτάσ' εδώ, σαν θα γενεί η ταχινή λεχώνα.
Να το 'χω παραχέρι μου, σα μάχουμαι να πιάσω,
μια στάλα της ηλιοφανής, μιαν άγια ηλιαχτίδα,
μες απ' τ' αφύλλιαστα κλαριά, τι θα την ξελογιάσω,
διάσκελα, σε γοργά φτερά, να φέρει σου ελπίδα.
Κι αν απ' αυτό που είχαμε ανάμεσό μας, μόνο,
μιαν αλαμπή απόμεινε, σε κόσμους ναρκωμένους,
το δέντρο μας, μπορεί να βρεί, τον τρόπο, μες στο χρόνο,
στη ριζαλιά του, να μας δει πάλι αγκαλιασμένους.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|