| Με τις μπούκλες σου στους ώμους
σ΄ είδα ξαφνικά στους δρόμους
να τραβάς κατά τη στάση.
Κρύο έκανε πολύ
άνοιξη σαν να’ χε φτάσει
κι ήσουν άνοιξη εσύ.
Νεράιδα ηλιογέννητη,
εικόνα χρυσοκέντητη
και σκέψη μου παντοτινή.
Το πλανερό ανάδινες
τριγύρω τ’ άρωμά σου
που την καρδιά μου τρέλαινε
σε κάθε πέρασμά σου.
Πώς θα’ θελα μες στ’ όνειρο
που 'δω μπροστά μου ζούσα
το νέκταρ απ’ τα χείλη σου
γλυκά ν’ απομυζούσα.
Βιαστική για τη δουλειά σου
ανεμίζαν τα μαλλιά σου
με του μελτεμιού το χάδι
και γκρεμίστηκε η γη.
Ζούσα σε βαθύ σκοτάδι
κι ήσουν φως στη χαραυγή.
Νεράιδα ηλιογέννητη,
εικόνα χρυσοκέντητη
και σκέψη μου παντοτινή.
Το πλανερό ανάδινες
τριγύρω τ’ άρωμά σου
που την καρδιά μου τρέλαινε
σε κάθε πέρασμά σου.
Πώς θα’ θελα μες στ’ όνειρο
που 'δω μπροστά μου ζούσα
το νέκταρ απ’ τα χείλη σου
γλυκά ν’ απομυζούσα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|