Είναι της θάλασσας το μπλε
κι ένας ο καημός της
είναι του κυματου ο παφλασμός
κι ένας ο πνιγμός της
είναι των ονείρων χασιμιο
και η αντάρα
είναι η ελπίδα δανική κι όλα
γίνανε μαντάρα
Μέσα στη χούφτα σπυρί- σπυρί
μετρούσα τις στιγμές μου
είχαν όλες χαμόγελο πλατύ
παρά τις (δοκιμές μου)
κείνες αντάμα με γέμιζαν χαρά
και τις ζωγράφιζα
εγώ μια ολόκληρη ζωή τα πρέπει και τα μη πάντοτε αθροιζα
Ήρθε του χρόνου το καζάνι
κι έγινε κόλαση
όλα τα θέλω μια στάχτη
στης ρουτίνας τη δήθεν όαση
οι άσπρες φτερούγες που από
παιδί σε κόλλα είχα σχεδιάσει
η θλίψη τόσων ημερών τις
έχει (χιλιοσπασει)
Γίνεται πλέον το χαμόγελο
απλή γκριμάτσα
κι οι νότες κάθε τραγουδιού
στο αυτί,ακούγονται φάλτσα
δεν με γεμίζει πια του μέλλοντος
η κουλτούρα
κερνάει η ζωή πικρό καφέ
κι η ελπίδα μια μουντή καρικατούρα.