| Λαλεί τσαρτσάρα κουκιστή, κανείς δεν τη λογιάζει,
λαλεί ο κούκος μια φορά, και μπαίνει το σιγίλιο...
Στ’ ανάρια τα αγριόδεντρα, κορφολογάει ήλιο,
κι η άνοιξη, χιλιόμορφη, πως έφτασε, χουγιάζει.
Απ' το δροσόχαρο πουρνό, κι ωσότου να σπερώσει,
ψέλνει κοντά, δισύλλαβα, μονότονα τραγούδια,
στο ανακάλημα ζυγιάς, σαν χρωμερά λουλούδια,
η φλόρα κάν’ απόφαση, πάνω στη γης ν' απλώσει.
Όσο, αβγά τους ταιριαχτά, στων ξενιστών γιατάκια,
οι κούκαινες κρυφακουμπάν, του σειρικού ρεέμια,
η γλώσσα, η μονότροπη, αξαίνει τα χαρέμια,
που 'ναι σε κάστες ξέχωρα, τ' έχουν πολλά σκλαβάκια...
Έχουν την τσίχλα δουλικό, την κράγκα για φαντέσκα,
το θαμνοψάλτη κόπελο, το φλώρο για μαμούρη,
τον κομπογιάννο χουσμετζή, φαμέγιο κοκκινούρη,
κι όσο αυτοί ιδρωκοπάν, ο άρχος πάει για φρέσκα…
Η ζιάκα και το τιρτιλί, του κάνουνε τη βάγια,
η κατσιλέρα που φωλιά, χάμου ζητά στις δράνες,
κι ο τσιροβάκος, άθελα, γίνονται παραμάνες,
όσο σηκώνει, ξέγνοιαστος, του έρωτα τρισάγια.
Και το ντελάλισμα αχεί, σ’ όσα ματιά ζυγιάζει,
στης λαγκαδιάς και στης πλαγιάς, το χλοερό βασίλειο,
μέσα στο ρέμα, που, βαστάν, οι πλατανιές ανήλιο,
και στα κατώμερα, οπού κοπή ξεχειμαδιάζει.
Να ‘φτανε δω, που κάθουμαι, στης λοιμικής τη χάψη,
και σπρώχνω τα μερόνυχτα, σ’ αλλόκοτη ρουτίνα,
τον κόσμο, έξω, νοιώθοντας πίσ’ από την κουρτίνα,
πως πολεμά θανατικό, πλήθος που ‘χει προγράψει!...
Να μ’ άδραχνε, να μ’ έστελνε, εκεί, με τους προγόνους,
όντας ανθιών τα χρώματα, ξαμώνουν γης μαγνάδι,
όντας το φασσοτρύγονο, ξορκίζει το χειμάδι,
κι όντας στων κονεφτών φωλιές, αφήνει απογόνους…
Να ‘δω δεντριών το φούσκωμα, και ροδαμό στους κλώνους,
ν’ ακούσω κυπροκούδουνα, ολούθε στα λιβάδια,
να νοιώσω την ανάσταση, στα ράχες, στα λαγκάδια.
να μη δακρύζω που περνώ, αφορεσμένους χρόνους...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|