| Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή πλανιέμαι
κι ως μύρισα στο μουσακά την περισσή κανέλα
την Ειμαρμένη Κάθειρξη με σθένος την αρνιέμαι
τι εχούμηξα στη μπεσαμέλ με του Πενθέα την τρέλα
Αλί, παστίτσιο ξεκαπίστρωτο φρουμάζει πάλι εντός μου
ήταν ληγμένος ο κιμάς, σάπια τα μακαρόνια
του πυλωρού η χλαπαταγή, σκοτείνιασε το φως μου
σύγκορμες τύψεις με κλονίζουνε για αιθέρια κανελόνια
Ρεφραίν:
Μην κοιμηθείς προστάτιδα ψαρόσουπα του Χρέους
μη γελαστείς στ’ αχάραγο γέλιο του μπακαλιάρου
αφή μονάχα λιπαρή μαγειρεμένου κλέους
ψάχνει να βρει το γδικιωμό στα σπάραχνα του γάρου.
Ωιμέ, μαρούλια επαναστάτησαν ως άκουσαν μαχαίρι
ν’ αδημονεί για τη σφαγή, μανιάζοντας για ξύδι
ο νόστος, τ’ ανυπόταχτο του λεμονιού νυχτέρι
παύει πυρά, πυρές οσμών, τ’ αναπαμένο μύδι
μερόνυχτα να κείτεται στ’ άλγος του καταψύχτη
να μελανιάζει για φιλιά και γι’ αργασμένα στήθη
κοτόπουλου φυματικού, π’ απ’ το μπαλτά μου εκρύφτη
πριν παραδώσει την ψυχή στην αστρομάτα λήθη.
Ρεφραίν:
Είναι βαθύς ο αγώνας μου να πλάσω κουλουράκια
να μεταλάβω καθαρός της Μοίρας το γιορντάνι
κι ο γαύρος μ’ άγος περισσό πενθεί για τα σπαράκια
άκλαφτα πέσαν υπέρ πίστεως σ’ ανήλιαγο τηγάνι
Άφες ημίν, στερνή μου λύπηση και τρέξε στην καντίνα
εκείνη που μεταπωλεί σκευάσματα τυχαία
κι άφησε τα μπακίρια σου στην έρημη κουζίνα
να ξεχαστούν και να σκουριάσουνε, να σκονιστούν γενναία
Φευ των καρότων, των αυγών, της σάλτσας μου οι τρίλιες
νυχθημερόν φεγγοβολούν στα μήκη την Αλήθεια
διάττοντες καταπατούν του βήχα τις παστίλιες
που φαγα με τη σέσουλα ύστερ’ απ’ τα ροβύθια
Ρεφραίν:
Ένα τραγούδι ανείδωτο, μ’ άνιθο μυρωμένο
σας επιθέτω βάλσαμο στην πείνα της ψυχής
κι ως τη μοσχαροκεφαλή να ιάνει περιμένω
τη δυσπεψία χαλιναγώγησα με φρούτα. Εποχής.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|