|
Όλοι ετούτοι,
επιλήσμονες του πικρού ριζικού μας,
τις γενιές των προγόνων παρόπλισαν,
(γενιές απού 'χαν γέροντες τους νιους να δασκαλέψουν).
Συντρίμμια γενήκαν τα όνειρα
εκείνων που με πόνο στοχάστηκαν
μια Πατρίδα, αρχόντισσα μέσα στον κόσμο.
Ένα-ένα τα οχυρά παραδόθηκαν
και τοξότες, φτωχοί, αιχμαλώτοι συρθήκαν
στων αγγέλων τις σάλπιγγες.
Γαμψά πετεινά τα ψοφϊμια εξέθαψαν
και τις πύλες ανοίξανε νεκρών παραδείσων.
Μεγάλα καμιόνια,
την οργή των νεκρών παρακάμπτοντας
και «των βράχων τ' αγάλματα»,
μισθοφόρους και πάλι ξεφόρτωσαν
στην άκρα της νύχτας,
κολασμένους καιρούς κουβαλώντας
μες στο δισάκι τους,
χαλασμένες σπορές να φυτρώσουν
στης πατρίδας τον κάμπο,
και τη γη των μακάρων,
με τόσες φωνές των κυμάτων
με τόσες πλαγιές των χρωμάτων
με τόσες ροές των αιμάτων,
τη γη μας,
πόσες και πόσες φορές
χειμαδιό της αβύσσου κατάντησαν,
για να σταθεί ο ποιητής
στης πατρίδας το πικρό κεφαλόσκαλο
και δίχως να ξέρει ποιον να σκοτώσει
με πόνο να πει:
«Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει»,
και να ζώσουνε πάλι τα άρματα
εκείνες οι παλιές φυλές του Ομήρου,
και με ίδρο και αίμα,
την ΑΡΕΤΗ
που όλοι ετούτοι εκποίησαν,
πίσω να πάρουν.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|