Ακόμη να έρθει η άνοιξη
ο χειμώνας με βήμα βαρύ
αργεί ν' αποχωρήσει
πέρασε μέσα της αθέμιτος επισκέπτης
είκοσι τρεις του Μάρτη
κι ακόμη επιμένει με χιόνια στη πλάτη
νήματα του Μάρτη άσκοπα στο χέρι
ο μύλος του χρόνου αργεί νερό να φέρει
να τρίψουν οι μυλόπετρες τα νιάτα μας να πάρει
ξεχασμένα παιδιά μείναμε για πάντα
έσκυψα να ειδώ της Γης την άκρη
κι εκεί που περίμενα την άβυσσο να δω
είδα τον εαυτό μου νιο να τον φτάσω δε μπορώ
έδωσα σάλτο δυνατό αντίπερα να φτάσω
πτώση δίχως τελειωμό εφιάλτης δίχως ξύπνιο ευεργετικό
κι όταν στη πηγή της νιότης έφτασα νερό να πιω
είδα τον εαυτό μου γεροντότερο θαρρώ
γελάστηκα ,νιος πως να γίνω ;
αλλάζοντας πλευρά ο χρόνος δεν αλλάζει
αλλάζοντας πλευρά στον ύπνο πάλι ίδιος είσαι
πιθανό μονάχα ν' ονειρευτείς
πως βρίσκεσαι μαζί μ' αυτήν που πολύ αγαπούσες
σε τόπο χλοερό κι ονειρικό
όπου πολύ
θα σε αγαπούσε
θα σε λαχταρούσε
θα σε σεβόταν
θα σε πίστευε
κι όλα τα “θα” που η ζωή και η ψυχή ζητά
απορώ με τη συνήθεια των αυτόχειρων
και την άγνοιά τους κι ερωτώ:
πως ν' ομορφύνει η ασχήμια του κάτω κόσμου
μόνο με της Περσεφόνης την ομορφιά;