| Θα 'θελα στ' άσπρο, το μικρό σπιτάκι,
με το πρασινογάλαζο πορτάρι,
ξανθό να μ' έφερνε καλοκαιράκι,
σαν αναπιάσει θύμησης ζυμάρι.
Να βρω, από καρπό, λισβή αγριελιά,
στην πέτρινη, τη μάντρα, να τεντώνει,
τα κλώνια, να τρυγάει την αντηλιά,
ωσάν ντερβίσης που ρουφάει τ' αφιόνι.
Στον ήσκιο της, έν' άλικο αμάξι,
δυο πόρτες, κύκλοι τέσσερις στη μάσκα,
στην Αλαμάνια, κάπως, το 'χαν σιάξει,
νεβρικό, κι ήθελε τρασιά με λάσκα.
Το χέρι ν' ακουμπήσω, σ' αγκωνάρι,
βαμμένο με ταζέδικο χορήγι,
‘κει, μέσα στου καλόκαιρου δρωτάρι,
την σπίνα μου να τη διαβαίνουν ρίγη.
Αργά να τ' ανεβώ πέντε σκαλάκια,
χαδέβοντας με την ογρή παλάμη,
γλάστρες με πελαργόνια και σκυλάκια,
πλατύφυλλου βασιλικού ροδάμι.
Στης σκάλας την κορφή να καρτερήσω,
και μέσα στης στιγμής το καρδιοχτύπι,
να στρέψω, μ' έγνοια, το κεφάλι πίσω,
της μπουκαμβίλιας, να χαρώ, τερτίπι.
Να φτάσει μυρουδιά, από σαχάνι,
μυρωδικών που σμίγουν μ’ άγιο λάδι,
να έχει βγει στη γειτονιά σεργιάνι,
της θαλασσάδας, να γενεί κεντράδι.
Την πορτωσιά να σπρώξω με το χέρι,
τρεμάμενο, να μπω στο σαλονάκι,
να δώσω της ματιάς μου χασομέρι,
σε μόμπιλα λιτά, φτωχό χαλάκι.
Να δω εκεί να παίζουν δυο αγόρια,
πόδια γυμνά να μπλέκουν στο καρπίτι,
γλαυκό το φως να διαπερνά τα στόρια,
απ’ τις φωνές, ν’ αντιλαλεί το σπίτι.
Το πάτωμα γιομάτο από σβούρες,
κι από χρωματιστούς γυάλινους βώλους,
πιο κει κάποια ροκάνα και φιγούρες,
δυο αμαξιών, που συχναλλάζουν ρόλους.
Ζερβά, να δω, μια κάμαρη κλεισμένη,
το άβατο, των γονικών γιατάκι,
εκεί, κάθε απόφαση παρμένη,
εκεί, της φτωχοφαμελιάς το δοιάκι.
Σε περασιά κακόφωτη να φτάσω,
ν’ ακουρμαστώ παράξενη ηχώ της,
τα μάτια μου και πάλι να γυμνάσω,
πουλιά να δουν στο φτωχομωσαϊκό της.
Δεξιά, να βρω πόρεψης καμαρούλα,
οπ’ άνθισε της γνώσης η λατρεία,
να δω να με μαθαίνει η μανούλα
τ' αλλιώτεμα, του έψιλον, του τρία.
Να 'ν' ανοιχτό καδέρνο στο τραπέζι,
μ' άγραφες ρίγες, και νερού κροντήρι
να ρίχνει, στο χαρτί, το φως, να παίζει,
αποχρωμιών να στέκει λιχνιστήρι.
Να γλυκαθώ να κάτσω και να γράψω,
σκέψεις, εκεί, της νιότης μου, παρθένες,
και μόλο που μπορεί γιαυτές να κλάψω,
να μη δεχτώ, να σβήσουν βουβαμένες.
Χρεία και πλυσταριό, συνάμα, πίσω,
ν' αφήσω και με πανικά μια σκάφη,
να φτάσω στην κουζίνα, ν' αντικρύσω,
τη μάνα, αρτυμή να υπογράφει.
Κοκκινιστό ν’ αχνίζει στη μαρμίτα,
και δίπλα σιδερίτικο με ρύζι,
στο φούρνο ν' αργοψήνεται μια πίτα,
σαλάτα εποχής να κουλαντρίζει.
Μαγέρισα μαζί και μαρμιτόνι,
σ' αυτή, τα μάτια, ολονών, στραμμένα,
ποδιά στη μέση για να μη λερώνει,
με προκοπή, δυο χέρια, προικισμένα.
Από μεριάς, ο κύρης, στο τραπέζι,
χωμένος μέσα στην εφημερίδα,
να πίνει τον καφέ του, πετιμέζι,
και να κουνά κεφάλι, με φροντίδα.
“Γυναίκα, μη μας βλέπεις μες στη φτώχια,
αγάντα, τα παιδιά θα 'χουν σπουδάσει…
Eμείς, που δεν μας βρέθηκαν μετόχια,
θα σιάξουμε τσιατή, να μας σκεπάσει”.
Κοκκινισμένα μάτια, από βάρδια
διπλή, σε μοχτερή, φάμπρικας, ρόγα,
αχ, πόσα, ξάγρυπνα, θεέ μου, βράδια,
προσάναμα στ’ ονειρεμού τη φλόγα;
Μα, νάτος πάλι, μπρος στο νεροχύτη,
μερσίνα με αγκίστρια να δολώνει,
να βγάλει κάποιον κέφαλο γιαλίτη,
τσιπούρα, που τους κόρφους ασημώνει.
Κι εμένα η ματιά μου στο περβάζι,
τρίχρωμοι ‘κει πανσέδες και μια ντάλια,
στο βάθος περγουλιά ν' αναστενάζει,
στ’ αγιόφυλλου, τα μοσκερά τ’ αγκάλια.
Πίσω, αυλή στρωμένη με γαρμπίλι,
ασπρόρουχα στο σύρμα απλωμένα,
τρεις γλάστρες πιπεριές, που σιάχνουν τσίλι,
στον ήλιο, δυο χταπόδια κρεμασμένα.
Από μεριάς παράσπιτο, γιομάτο,
με φάκνα που 'χουν χρεία οι φαμίλιες,
λαδίκα, βαρελάκι με μοσχάτο,
σκαμνιά, ποδήλατα, κι άδειες μποτίλιες…
Ψηλά στη μάντρα, μια σκυφτή φιγούρα,
της γειτονιάς αγόρι, μπαΐλντισμένο,
από το διάβασμα κι απ' την κλεισούρα,
να με κοιτά, με ύφος ντροπιασμένο.
Κι όπως ο ήλιος γέρνει να πλαγιάσει,
κι ορίζοντες γλυκά κεχριμπαρίζουν,
θα τραβηχτώ με κειά του μπάντου βιάση,
μη δει κανείς τα μάτια να δακρύζουν.
Μην τύχει και ακούσω, "το γκρεμίσαν,
ήταν παλιό, μαθές, χωρίς ανέσεις"...
Θα νιώσω, τότες, πως μου διαγουμίσαν,
την πρώτη νιότη, δίχως εξαιρέσεις…
Γιατί, δεν θα 'χουν γκρεμιστεί λιθάρια,
ντουβάρια άψυχα και κορασάνι,
θα 'χουν χαθεί τα χρωμερά ψυχάρια,
μιας ζήσης που παλέβει ν' ανασάνει.
Αχ, σε ‘κειο, τ' άσπρο, το μικρό σπιτάκι,
που 'χα φωλιά, σαν ήμουνα παιδάκι,
ξανθό να μ' έφερνε καλοκαιράκι,
να δω, αν θα ‘βρω όρθιο λιθαράκι…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|