| Λέβανυ, ετσι σε ονομασαν, αφου γεννημενη πριν δεκατεσσερα χρονια πανω σε λεβαντες, ακομη θυμασαι την νυχτα κατα την οποια ειχες δει την τελετη προς τιμην της μεγαλης Θεας. Εκεινη την νυχτα βγηκες απο την κοιλια της μανας σου, καθως οι πιστοι σε τριγυριζαν ψελνοντας μια δεηση για την γεννηση σου. Το παραξενο σε σενα ηταν οτι οταν βγηκες απ' την μητρα, ανοιξες αμεσως τα ματια, τα οποια ηταν λευκα. Αφου για πρωτη φορα τα ανοιγοκλεισες, εκεινα αντικατασταθηκαν απο δυο μωβ κορες. Ειναι ηδη σπανιο χρονια για ματια, ομως σαν το δικο σου ποτε δεν υπηρξε στον κοσμο. Μερικες καταμαυρες τουφες στολιζαν το μκρο σου κρανιο και ησουν τοσο λεπτη που πολυ πιστευαν οτι μετα απο λιγο καιρο θα πεθαινες απο καποια αρρωστια, ομως τους διεψευσες εμπρακτα, αφου ουδεποτε αρρωστησες και σε οποιο σπιτι με αρρωστο εμπαινες εκεινος αναρρωνε μετα απο συντομο χρονικο διαστημα. Μετα απο μια σειρα ανεξηγητων γεγονοτων, ολοι αρχισαν να πιστευουν στις παραξενες δυναμεις σου, ομως παντα σε περιεβαλλε ενα πεπλο δισειδαιμονιας. Το χλωμο σου δερμα, ομοιο με νεκρου, το κορακισιο σου σγουρο μαλλι, το οποιο φθονουσαν σχεδον ολες οι γυναικες του χωριου εξαιτιας την καθαροτητας σου, και δη τα μωβ σου ματια τρομαζαν καπως τους κατοικους του χωριου. Ετσι, λιγο λιγο εμπαινες στο περιθωριο, ενω στρεφονταν σε σενα μονο οταν χρειαζονταν καποιου ειδους βοηθεια. Οι δυο αδερφες σου πολλες φορες σε παραμεριζαν, βλεποντας την αναπτυγμενη σου νοημοσυνη, καθως και την αγαπη σου για την γνωση. Κατεληξες να συχναζεις στο σπιτι της Μοργκανας, μιας μαγισσας που λεγοταν οτι καποτε ηταν η πρωθιερεια του Αβαλον, ενα μερος που μεσα στα ονειρα σου ειχες επισκεφθει ουκ ολιγες φορες. Της μιλουσες παντα ανοιχτα, σε ακουγε με αμειωτο ενδιαφερον και ποτε δεν σου εκανε ερωτησεις. Πολλες φορες ειχες την εντυπωση οτι γνωριζε πολλα περισσοτερα απο οτι φαινοταν, ενω ειχε αναλαβει την εκπαιδευση σου, δημιουργωντας μια στενη και δημιουργικη σχεση μαζι σου. Σε εμαθε να τελειοποιεις τα οραματα σου, ενισχυσε τις ιαματικες σου ικανοτητες και εκτος απο τα προκαθορισμενα φιλτρα σε ειχε μαθει να τηλεμεταφερεις αντικειμενα. Η μητερα σου ηταν ιδιαιτερα ευχαριστημενη, παρολο που αισθανοταν οτι σε εχανε. Δεν ειχες φιλες, ολες φοβοντουσαν αυτου του ειδους την γνωση που διεθετες, την οποια μεν πιστευαν αλλα την θεωρουσαν ταμπου. Επισης φοβοντουσαν μην στραφεις εναντιων σου, αρα δεν σε ενοχλουσαν. Ποτε τους δεν ξεχασαν τι ειχε παθει ο Λόριεν, ενας απο τους εργατες των σταβλων. Συνηθως συχναζε στο καπηλειο, και πολλες φημες ακουγονταν για αυτον, ομως κανενας δεν του εναντιωνοταν γιατι φοβοντουσαν την σωματικη του διαπλαση. Μια νυχτα, κατα την οποια η Μοργκανα σε ειχε κρατησει περισσοτερο για να παρατηρισεις καλυτερα την πανσεληνο και να ψαλλεις τις καθορισμενες δεησεις, ετυχε να πετυχεις τον Λόριεν να βγαινει απο το καπηλειο, τελειως μεθυσμενο και ιδιαιτερα επιθετικο. Αν γυριζες πισω και ετρεχες ηταν σιγουρο οτι θα σε επιανε. Και αν γινοταν αυτο τοτε σιγουρα η αγνοτητα σου δεν θα ειχε καλο τελος, αφου ειχε ηδη τρεις φορες κατηγορηθει οτι ειχε βιασει καποιες χωρικες. Και η πανσεληνος δυστυχως παντα επηρεαζε αυτον τον τομεα. Με ενα αποχαυνωμενο και τρελο γελιο σε πλησιασε.
Την επομενη μερα βρεθηκε νεκρος, ενω το κεφαλι του βρισκοταν καρφωμενο σε μια τσουγκρανα και το σωμα του γεματο ουλες ενω το καταβροχθιζαν κορακια και σκουληκια. Τι ειχε γινει. Καθως σε πλησιαζε, με την εγκεφαλικη σου δυναμη, ενα πριονι εκτιναχτηκε απο τον δπλανο τοιχο, το οποιο ο ξυλουργος μολις ειχε καθαρισει απο την σκουρια. Βασικα δεν θελησες να πετυχεις το κεφαλι, ομως μεσα στον τρομο και στην συγχυση σου εκει τον πετυχες. Μεσα σε μια κατασταση μεθης εστειλες το κεφαλι να καρφωθει σε μια τσουγκρανα, καλωντας τα κορακια προς βοραν. Μετα λιποθυμησες, ενω εφτασαν τρεχοντας ο ξυλουργος και μερικοι αλλοι γειτονες που ξυπνησαν απο τα κρωξιματα των κορακων, τα οποια σχεδον τους εμποδιζαν να φτασουν στο σωμα σου, ποσο μαλλον στου Λόριεν. Την επομενη μερα τα ματια σου ηταν λευκα και παραμιλουσες σαν σε πυρετο, ομως ησουν πιο κρυα και απο πτωμα. Η Μοργκανα ηρθε σχεδον τρελαμμενη αμεσως αφου εννοιωσε τις δυναμεις σου να εξαπολυονται, μην προλαβαινοντας ομως τα γεγονοτα. Ηταν στο προσκεφαλι σου μαζι με την μητερα σου και μαζι ετοιμαζαν τα αφεψηματα που με ενα πανι σου εσταζαν στα ματια, βρεχοντας σου το μετωπο. Οσην ωρα γινοταν αυτο μια εντονη μυρωδια λεβαντας αναβλυζε απο το σωμα σου. Ολοι καταλαβαν οτι μετα απο αυτο τιποτα δεν θα ηταν οπως πριν.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|