| Δεν είν’ κάποιο παράδομα, αυτό που λεν' αγάπη,
που πρέπει του μπεγιέντισμα, όταν περάσουν χρόνια...
Ούτ' είναι παραμύθι που, από παλιό κιτάπι,
λέγεται σε παιδιά, πριν μπουν, στ' ονείρου τα σαλόνια...
Είν’ άψεφτο, απαρθινό, μα κίτικο πετράδι,
σα μάργαρο ροδόχρυσο, σαν καναβός πεϊνίτης,
πιο αξιαζούμενη από της έρημος πηγάδι,
πιο ακριβή απ' ότι είν' μόρικος τααφίτης.
Είναι πουλί ξωτάρικο, που μέσα μας φωλιάζει,
σταλιό ή διαβατάρικο, και τρέφεται με άχνη,
του μάννα, λαίμαργη ψυχή, για δαύτο, που θυσιάζει…
Κανοναρχεί μες στη βιδιά, μα χάνεται στην πάχνη.
Του παραδείσου είν' ανθί, ροδής λωτός του Γάγγη,
στρελίτζια μελισσόμπλαβη, που τη ματιά μαγεύει,
μα είναι και βασίλισσα της νύχτας, στην ανάγκη,
βορβόφυλλο απόνυχτο, στο φως που δεν μελέβει…
Κι όμως, υπάρχει γύρω μας, σαν άμμος της θαλάσσης,
σαν τους αλατοκρύσταλλους, σ’ ωκεανών αμπάρια...
Βρίσκεται μέσα σε γραφές, άγιες, που θα διαβάσεις,
στων πάγανων τις προσεφκές, σε θρύλους, συναξάρια...
Αυτοί, που είναι τυχεροί μαζί της, τη ζυγίζουν,
ως κάτι το αγγελικό, ουράνια μπενετάδα.
Μ' αυτή, λεν, απ’ στη σπίνα τους, πως σιωπηλά βρυσίζουν,
μια αρμονία, μια χαρά, μια κάντια γαληνάδα.
Για δαύτους είναι χρυσαφί, ανάβλεμα του ήλιου,
στα μετρητά, στα πρόσκαιρα, της ζήσης χαραμέρια,
είναι παρήγορη φωνή, στη μοναξιά του σπήλιου,
οπού 'χει στήσει το εγώ, ανήλιαγα λημέρια.
Κι ακόμα, είν’ αντίμαχο, κάθε ασκημοσύνης,
κι ο μόνος τρόπος οι εχθροί να δώσουνε τα χέρια,
είναι θεράπειο που μπορεί και της ανθρωποσύνης,
απ' του πολέμου, το λοιμό, να λαγαρίσει τζιέρια…
Εκείνοι που’ναι άτυχοι, λεν’ είν’ διαόντρου κόρη,
φτιασιδωμένη που 'ρχεται, απ' τη δαιμονοχάβρα.
Κλέφτει τον ύπνο, το χαμό σπέρνει και τ' αγριοβόρι,
σέρνει ξοπίσω της, ψυχρή, θανατερή της αύρα…
Είναι σβραχνάς της σκοτινιάς, π’ αρμύρα πλημμυρίζει
τα μάτια και τα μάγουλα, και πικραμό τα χείλια,
φιλέβει, όντας όνειρα κι ελπίδες ξεκληρίζει,
και της ερμιάς θεριοφωλιά, πιστρώνει μες στα δείλια…
Λεν’, κλει το νου σ' ένα κλουβί, στις μνήμες τόνε πνίγει,
και σκίζει τα ομόλογα, που έχει υπογράψει,
Αφήνει πίσω συντριμό, παραξυσμού τα ρίγη,
και χρεία της υποταγής, σ' ό,τ' έχει μοίρα γράψει...
Κι εγώ που μήτε τυχερός, μητ' άτυχος λογιούμαι,
κι έχω στα στήθια μια καρδιά, κομμάτι παιδεμένη,
δεν έχω βγάλει πόρισμα, κι ακόμα συλλογιούμαι,
αν είναι ουρανόσταλτη, αν είν' αφορεσμένη...
Τι, μες στης ρούγες της ζωής, τη ζύγισα, τη βρήκα,
άλλοτες να 'ναι αλαφριά, σαν αγκαλιά σε φίλο,
κι άλλοτες να 'ναι πρόσβαρη, με τη θυσία, προίκα,
για φαμελιά μυριάκριβη, μ’ απαρνησιάς το ζήλο…
Να έχ’ ειδή φαμελική, φιλιωτική, αιώνια,
ρομαντική, εφήμερη σαν του σεβντά ψυχάρι,
με τα σταλίκια της, χωρίς σύβασες και μνημόνια,
κάντια, στυφή, απόκορη απ' της ψεφτιάς το γιάρι.
Να 'χει ταγή αφροδισιά, και γάρο βρισολάσι,
ν' αξαίνει μ' απονηρεψιά, στα πλάνια να ζαβώνει,
με χρόνια να 'ναι πιο βαθιά, στα σπόρκα να 'ν’ σε χάση,
ν' ανθίζει μ' ανοιχτοχεριά, στη ζήλια να στοιχειώνει…
Μα τι που είν' διπρόσωπη, και σε λιόχαρους δρόμους,
και σκιαδερούς, μ' οδήγησε, που σιάχνουνε το κάρμα…
Αν ήταν να ξαναφανεί, με ρέζιγούς της νόμους,
δεν θα τ' αρνιόμουν να δεθώ, στο ποθερό της άρμα...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|