| Μες τα λιθάρια της στέρφας γης
ζήτησα λίγο σιτάρι,
στα διάσελα είδα θεούς
μ` ένα σβηστό λυχνάρι.
Κι` είχα καρδιάς στεναγμό
σ` αφάνες και σε βάτα
χώμα ξερό που σκίστηκε
μες των ξωμάχων χέρια
κει δεν ανθεί κυκλάμινο
μήτε λευκά κρινάκια.
Ξερής ελιάς, ανθών πληγής
κι` ένα λειψό καρβέλι,
ειν τα καντήλια αδειανά
χίλια κεριά σβησμένα.
Λύγισα και εδάκρυσα
φύγαν τα περιστέρια.
Γύρεψα μια γουλιά νερό
μα ήταν στεγνά τα ρέματα
άνθρωπος, πέρασε θεριό
Λίβας στα καλοκαίρια μας.
Λιθάρια έχω στην καρδιά
δυο στεγνά χείλη,
στάχια δεν εκαρπίσανε
κανείς, δεν θα θερίσει.
Πονά, τούτη η στέρφα γη
αγκάθια τη ματώνουν,
καμπάνες λύπης αντηχούν
κι` ο δυόσμος εξεράθει,
τόσοι σταυροί υψώθηκαν
κρύψαν τα κυπαρίσσια.
Και δεν λαλεί γλυκό πουλί
μέσα στους κατηφέδες
μον τα καρφιά ματώνουνε
σεντόνια, άσπρα, θανάτου
χλωμό φεγγάρι κρύφτηκε
και η σκουριά στα μάρμαρα
σαν πέπλο είναι στρωμένη.
Κι` οι στο ξαγνάντιο ήρωες
κρατούνε τα δικριάνια
κι` όλοι προσμένουν μια βροχή
ντροπή να την ξεπλύνει,
να ποτιστεί η στέρφα γη
πορφύρα να` χει ρούχο
μια Ανάσταση, μια Κυριακή,
εις των ανθρώπων μίση,
λιβάνι να μυρίσει.
14-6-2021
Αδαμοπούλου Γεωργία
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|