| Γονείς μου δεύτεροι για χρόνια,
η αγάπη κι η συμπόνια.
Μ’ αυτές αντάμα μεγάλωσα,
μ’ αυτές αντάμα μάλωσα,
με ήλιους και με χιόνια.
Τώρα σαν ψέματα,
ψηλά για να σηκωθώ,
εύκολα σε πτώματα πατώ.
Ε, και τι έγινε; Σιγά τα αίματα!
Μου φαίνεται, τόσο μα τόσο απλό.
Πως αλλάζουν οι καιροί.
Το φώς, το σκοτάδι σκιάζεται.
Λιώνει το σίδερο σαν κερί.
Όλοι το βλέπουν, κανείς δεν νοιάζεται,
πως πεθαίνει μέσα μου το παιδί.
Η πρώτη μου επιλογή-
η μοίρα μ’ αυτή μ’ έρανε-
στο Ηράκλειο σταυροδρόμι,
ήταν καθαρά, η αρετή.
Η ανθρώπινη κακία,
μόνιμο εργάτη μ’ έκανε,
στους στάβλους του Αυγεία.
Κάθε που ο ουρανός μπλαβίζει,
η νύχτα, μαζί μου ξημερώνει.
Παρέα της τα σφάλματα μου μετρώ
και μόνο ένα βάλσαμο την καρδούλα μου μερώνει
Ένα χρυσάνθεμο τόσο δα μικρό,
στην πέτρινη καρδιά, με θράσος μεγαλώνει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|