|
αφιερωμα
Μιά Ταπεινη προσφορά στους αγίους των αστερουσιων Παρθενιο και Ευμενιο που τιμα σήμερα η αγιοτοκος Κρητη.καποια ποιηματα που εμπνευστηκα ακλουθωντας μια πορεια τους''
Τα βήματα σας θέλω -6-9-2014
-Τα βήματά σας τα αγνά , θέλω ν΄ ακολουθήσω
Γόνυ να κλίνω προσευχής , να παρηγορηθώ
Κι εκεί που περπατήσατε και 'γω να σεργιανίσω
Και να ποτίσω χώματα , με δάκρυ μου καυτό
-----------------------------------------------------------------------------
Της αμαρτίας δάκρυα να πέσουν να ξεπλύνω
Τον βόρβορο απ’ την ψυχή , γλυκειά μου Παναγιά
Το σήμαντρο ‘κει στην ελιά , δειλά να το χτυπήσω
Την ώρα του Εσπερινού , να λάμψει η Εκκλησιά .
-----------------------------------------------------------------------------
να μαζευτούν οι ασκητές με ρούχα μυρωδάτα
Από τις άγιες προσευχές , πού ‘στειλαν στο Θεό
Στις όχθες ‘κει ! οι λυγαριές,κι αυτές να προσκυνήσουν ,
Τ’ άνθη τους να προσφέρουνε , δώρο για το Χριστό.
--------------------------------------------------------------------------------
Κ.Λ Inokrini
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ..... .
Το κάλεσμα ήταν δυνατό,άγγιξε την ψυχή τους,
κατέβηκε στα τρίσβαθα,και φώτισε τα πάντα
και ζέστανέ τους την καρδιά,ακόμη απ'τα μικράτα
Μεγάλωναν και το μυαλό,το είχαν στα ουράνια
πώσ να υμνήσουν τον Θεό,ολημερίς ποθούνε
δεν ξέρουν απο παίγνια μήτε απολυμάρες
πούχει ετούτη η γειτονιά,σ'αυτην την ηλικ'ια
Πάνε στής φτώχιας το στρατί,στής πίστης μονοπάτια
αντριεύουν και θεριεύουνε,γράφοντας σε κιτάπια
όλη ετούτη τη ζωή,που στα ονείρατά τους είχαν!
Μεγάλωσαν κι απόφαση να ασκητέψουν πήραν
πέρνοντας τον μοναχικό τον άγιο τον δρόμο
οπούχει κόπους δύσκολους,σκληρές ταλαιπωρίες
πούχει αγκάθια για χαλιά,στρωσίδια δυσκολίες
και προσκεφάλια πέτρινα,με μυρωδιά το χώμα
και άνθιζαν αυτοί οι ανθοί,άνοιξη και χειμώνα
βγάζαν φτερά και πέταγαν,απάνω στα ουράνια
κι άνοιγαν πύλες πούναι 'κει! αντάμωναν αγίους!
συνομιλούσαν μ'άγγελους και χαίρονταν μαζί τους
κι έτσι ο χρόνος κύλαγε και γύριζε σελίδες
στην βιωτή την άγια,πούχε πολλές θυσίες
κι ανέβαιναν στην άθληση, δύσκολα σκαλοπάτια
καθάριζαν και άνοιγαν ψυχής τα μονοπάτια
κι όλα φωτίζονταν θερμά απ' τ'Αγιο Φώς Κυρίου
την ομορφιά της Παναγιάς, του Θείου Μεγαλείου
κ.λ. inokrini με σεβασμο στους αγιους Παρθένιο κ Ευμένιο
OΣΙΟΙ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Κ ΕΥΜΕΝΙΟΣ
από τη συλλογη της κρητης τα γυρισματα
Μορφή Αγία από παιδί,μοσχοβολά θυμιάμα
καιει και λιώνει η προσευχή,στα παιδικα τα χείλη
πέτρες συνθλίβει του κακού,παγίδες όπου στήνει
η πίστη του για τον Θεό,είναι πολύ μεγάλη
γι’αυτό και χάρη έλαβε,μικρός το θαύμα κάνει
Η μάνα όλο απορεί!πώς να το εξηγήσει;
πως γίνεται από παιδι,ν’ανθίσει να καρπίσει;
πως γίνεται αυτή η καρδιά,φλόγα τέτοια να έχει;
να ψάλλει μόνο στο Θεό και τέτοια νάχει θέση;
Μεγάλωνε και στόλιζε με αρετές ψυχή του
και στο μικρό τ’αδέρφι του,έδινε συμβουλή του
στα χνάρια του Θεού κι δυό,μ’αγάπη να βαδίσουν
με άσκηση και προσευχή πολύ να Τον τιμήσουν
Ασκητικός και σοβαρός,νόμους Θεού εκράτει
οδήγησε πολλές ψυχές στου Κουδουμά την άκρη
άγιασε ο τόπος εκει’δά,απ’τους πολλούς αγώνες
έτρεχε ο κόσμος στην αυλή,γέμιζαν οι κοιτώνες
Μία αγία συμβουλή,μ΄αγάπη νουθεσία
δίναν τα χείλη του όσιου,σιμά στην εκκλησία
πολλοί εκεί μονάσανε, με κείνονε ηγέτη
κι ολημερίς στην προσευχή,γονατιστός στη θέση
Ητανε επιβλητικός!ήθελε νάχη τάξη!
γύμναζε πάντα τις ψυχές,τους έκοβε τα πάθη
για ν’ανεβείς στον ουρανό,δεν πρέπει ναχεις λάθη!
Κι ο Ευμένιος ακολουθεί, πιστα αυτάδελφό του
πορεία άγια κι οι δυό,στην ερημιά του τόπου
μέσ’ στην κρημνώδη την σπηλιά, στου Λιβυκού την άκρη
που αγγίζει η γή την θάλασσα κι άνθρωπος δεν γνωρίζει
μόνον ο ήλιος που γυρνά και φώς του της χαρίζει
Εκει χρόνια ασκήτευαν,τα άγια τ’αδέρφια
λίγη τροφή τους στήριζε,χλωρίδα εκεί στις άκρες
και μυστικά οι άγγελοι,ψωμί-κρασί στις πλάκες
πάνω του αββακόσπηλου,αφήναν στους οσίους
κι εκείνοι έψαλλαν θερμά,ύμνους ικετηρίους
και δόξαζαν από καρδιάς Τριάδα την Αγία.
Τέτοιες Μορφές υπήρξανε, ανθοί της εκκλησίας
και τίμησαν την αγκαλιά της γής Αστερουσίας
κι η φήμη εξαπλώθηκε ,γιατ’ ο Θεός το θέλει
πώς όπως είν’στον ουρανο,ζουν και στη γη Αγγγέλοι
Κ.Λ. ΙΝΟΚΡΙΝΙ
Προς κουδουμα
ΚΟΥΔΟΥΜΑΣ
με δέος τώρα προχωράν και γύρω τους
κοιτάζουνε θαυμάζουνε τα μάτια τους
τούτη την αγριάδα
άλλο τοπίο άλλη γης άλλες εικόνες τούτες
ξεπέζεψαν γονάτισαν για ώρα επι της γης
τι να πρωτοθαυμάσουνε και πως να συγκεντρώσουν
τα αισθήματα του σεβασμού του δέους της καρδιάς
να βλέπουν δέντρα να γυρνάν
κι ευθύς να προσκυνάνε προς την
πλευρά που βρίσκεται εκείνη η εκκλησιά
χρόνους ολάκερους μαθές αυτη την κλίση έχουν
και της προσδίδουν την τιμή γλυκιές να αναφορές
πεύκα και σχίνα υψηλά ελύγισαν τις μέσες
και αιωνία στάση αυτα κρατούν στάση προσκυνητή
θε μου τι άνθρωποι στάθηκαν
σε τούτο δω τον τόπο
κάθε λιθάρι και σπηλιά ποσα να εχει δη
απ την κορφή του κοφίνα εως τον όρμο κάτω
αυτα τα άγια χώματα τι να έχουνε δεχτή
ποιά πόδια τα περπάτησαν αυτα τα μονοπάτια
τι χέρια για τα εδούλεψαν να δώσουνε καρπούς
και όλα αυτα τα σπήλαια
τι κρύβουν στις καρδιές τους
πρέπει την πίστη να έχουμε να μας καλοδεχτούν
και μ'όλο αυτο το θαυμασμό κι όλη την απορία
και τον αερα συντροφιά που ηταν δυνατός
κατέβαιναν σιγά σιγά ο ήλιος είχε δύσει
στο μοναστήρι φτάσανε να γίνη εσπερινός
χειμώνας ήτανε θαρρώ με ολα τα καλα του
ομως ενα παράξενο ειχε ο τόπος αυτος
απάλυνε το τσουχτερό το κρύο που πλανιώταν
και σ' όλη τούτη τη μεριά ο καιρός ηταν ζεστός
λες κ έκανε τους την τιμή η Μάνα παναγία
τους δέχτηκε στο σπίτι της σα μάνα στοργική
δειλά δειλά εσύρθηκαν μέσα στην εκκλησία
εκει οπου οι μοναχοί κάμνανε προσευχή
και το ψαλτήρι άναψε,απ' της καρδιάς τον πόθο
κι ανέβηκαν για μια στιγμή ,πάνω στον ουρανό
σαν πούπουλο ένιωθε η ψυχή
στον Αγιο τούτο τόπο
λαμποκοπούσε κι άστραφτε
μέσα στη χάρη αυτη
δοξαστικά στην παναγιά στον Υψιστο Πατέρα
στο αγιο πνεύμα στον υιο στις άγιες μορφές
που ο τόπος τούτος δέχτηκε μέσα στην αγκαλιά του
κι ημέρεψαν τα στήθια του κι αγιάσαν κι οι πλαγιές
τέλεψε ο εσπερινός πήραν την ευλογία
κι η παναγία τους φίλεψε το σώμα να τραφή
στο σπίτι της τους κοίμησε και με χαρά κοιτούσε
όλες ετούτες τις ψυχές που ήρθανε σε αυτή
το σώμα πέταγε μαθές η κούραση είχε φύγει
στ' αυτιά ακόμα αντηχούν ψαλμοί και προσευχές
και ένιωθαν τη χάρη Της σα πέπλο π'ανεμίζει
αέρινες κι αστραφτερές είχε περπατησιές
ΑΓΙΑΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΗΝ ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΣΟΥ---μονη κουδουμα
ξημέρωσε και φάνηκαν όλα γλυκά τριγύρω
κελιά αυλές λουλουδιαστές ,χαίρονταν διαρκώς
πρωί- πρωί στην εκκλησιά στη θεία λειτουργία
θυμίαμα εύοσμο παντού και γύρω στις πλαγιές
Σ'αυτο Το σπηλαιόναο,ο γηραιός λενίτης
Πατέρας Αναστάσιος ,ετοίμασε προσφορές
Σαν ύψωσε τα χέρια του αντάμωσε θεόν
εκράτει με ταπείνωση και τον μυσταγωγούσε
μυστήριο πολυτιμο για καθε ενα πιστό
γέμισε αγγέλους η σπηλιά το φως της λιγοστό
βαθιά κατάνυξη σιωπή μονο Αγιωσύνη
μια ανεκλάλητη χαρά γέμισε τις ψυχές
Δεσπόζουσα και Αρχουσα στεκότανε Εκείνη
κι απο το θρόνο εύλογαγε το σήμερα το χτές
γιατί εκεί βρισκόντουσαν ψυχές αυτού του τόπου
που' ρθαν για το συλλειτουργό ετούτο το πρωί
την Παναγία και το Χριστό πάλι για να τιμήσουν
και με χαρά να πορευτούν στη Πύλη τη χρυσή
εκει απ'όπου κατέβηκαν να'ρθουν να κοινωνήσουν
να στολιστουν Την λαμψη Του ,άγια είναι στιγμή
Όλα μοσχοβολήσανε τούτη εδώ την ώρα
γέμισε μ'άστρα η σπηλιά
κι ουράνιους ανθούς
Μονή αγίων ξακουστών
των οσιοπατέρων
παρθένιου και ευμένιου
αγίων αυταδελφών
ΔΟΞΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
δοξασμένο το όνομα Σου
μέρα νύχτα απο τους πιστούς
κράτα ενθερμό το ζήλο
στους ανθρώπους του αγνούς
που Εσέ Σωτήρα έχουν φίλο τους και αδελφό
και πατέρα σαν σου λένε τον κρυφό τους καημό
Δοξασμένο το όνομα Σου
όλη η πλάση στ'άποδίδει
τα λουλούδια τα φυτά σου
τα πουλιά κι όλα τα είδη
της Αγνής Σου δημιουργίας
απο τ'άστρα ως πιο πέρα
που να αγγίξη δεν τολμάει
ανθρώπινου νου η σφαίρα
Δοξασμένο το όνομα Σου
λένε κι οι ωκεανοί Σου
η σελήνη και ο ήλιος
κι οι πλανήτες οι δικοί σου
το υπέρλαμπρον το φως Σου
που τυλίγει ολο τον κόσμο
την ευπρέπεια Σου δείνει
της Αγάπης Σου το Νόμο
Δοξασμένο το όνομα Σου Κύριε μου και θεέ μου
έχε καθαρό το δρομο που μου εδειξες Χριστέ μου
να διαβαίνω να χορταίνω
στις σκιές να ξαποσταίνω
στη δροσιά που μου χαρίζεις
να ηρεμώ να ανασαίνω
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ
χαμογελούνε οι εκκλησιές κι όλα τα κενοτάφια
τα λείψανα κι οι κεφαλές που βρίσκονται εκεί
Ελπίδιος ,Παρθένιος ,Ευμένιος και άλλοι
τόσοι πολλοί επέρασαν εκεί απο τη μονή
Ξάφνου περνάει ένας μικρός με μια μαγκουρίτσα
το Ιωακειμάκι το γνωστό μια άγια μορφή
στέκει πιο πέρα και κοντά ποιοί ειναι αυτοί που ήρθαν
και γέμισε απο φωνές ετούτη η αυλή;
σκυφτός τους αφουγγράζεται το χέρι ευλογάει
''Κύριε εβοήθα τους,στήριζε τις ψυχές''
άγιος ναν ο κόπος τους οπού'φτασαν δω κάτω
κι άκου τι λένε οι ψυχές μέσα στις προσευχές
Με ένα του νεύμα τους καλεί τους πάει πια πιο μέσα
τους δείχνει εκει το σπήλαιο που ήτανε μικρό
εκεί όπου αντίκρυσε της Παναγιάς τη χάρη
ο Αγιος Παρθένιος με θαύμα ζωντανό
Τότε που παρακάλαγε να χτίση το ναό Της
να την κοσμεί να την τιμεί να την δοξολογή
κι εκείνη που εισάκουσε το πλάσμα το δικό της
ευθύς του φανερώθηκε αγία ήταν στιγμή
ΝΑΟΣ
Σε μια νύχτα έφερε η θάλασσα τις πέτρες
όσες αυτές χρειάστηκαν για κτιστή ναός
και δόξαζε ο Παρθένιος την 'ΑγΙα Παναγία
οπου εθαυματούργησε και χάρηκε ο πιστός
βγάλαν φτερά τα χέρια τους κι ο κάματος ξεχάστη
πρέπει η Κερά να ετοιμαστή για Να λειτουργηθή
΄΄Χαίρε Ανύμφευτε Αγνή! Αγιο το όνομα Σου
Χαίρε το δέντρο της Ζωής Μητέρα Στοργική>>
Με ύμνους και με προσευχές 'τοιμάστηκαν τα πάντα
βγάλαν φωτιές οι μοναχοί χτίστες και μαραγκοί
κι όλοι ομολογούσανε ετούτο δω το θαύμα
κι η φήμη όλη απλώθηκε απάνω στο νησί
Πέρασε η μέρα ζύγωσε το σούρουπο και πάλι
τα άλογα ετοιμάστηκαν για άλλο πηγαιμό
δώσαν ομως υπόσχεση στη Άγια τη Μάνα
πως θα ξανάρθουν με χαρά στο χώρο Της αυτό
ΠΡΟΣ ΑΒΒΑΚΟΣΠΗΛΟ
Πήραν μπουκάλι με νερό ,στο χέρι κομποσχοίνι
κι απέναντι δρασκέλεψαν στην άλλη την πλαγιά
με χτυποκάρδια της ψυχής που σεβασμό της δείχνει
στο μονοπάτι προχωρυν για αββακοσπηλιά
κι ευθύς τα μάτια της ψυχής τι βλέπουν τι θωρούνε;
δυο μορφές να προχωρούν στο διάβα τους μπροστά
΄΄Πάτερ ημών΄΄ τα χείλη τους ψελίζουν κι ευλογούνε
τα βήματα τους πέρνουνε βαδίζουν σιωπηλά
κι ανέβαιναν και θάυμαζαν ετούτη δω τη θέα
απο τη μια να 'ναι σπηλιές στην άλλη ο γκρεμός
αγνάντευαν τα κύματα του Λιβυκού ως πέρα
στα βράχια πάνω έσκαγαν χτυπούσαν με ορμές
σε τέτοιο μέρος άγονο απότομο σα χάος
έκαναν σπίτι μια σπηλιά στα χείλη του γκρεμού
κι απο κει σκαρφάλωναν στην άλλη πουν πιο πάνω
και ζήτηγαν τ'αέναο στο βάθος του μυαλού
λίγα λεπτά απομείνανε κι άρχισαν να ανεβαίνουν
τα σκαλοπάτια που έφτιαξαν με πέτρα οι μοναχοί
στα ξύλινα στηρίγματα ξεκούραζαν για λίγο
μα είχαν τέτοια δύναμη που πέταγε η ψυχή
μπήκαν στο χώρο της σπηλιάς
που η γη είχε σμιλέψει
με σταλακτίτες δω κι εκεί εικόνες ζηλευτές
έβλεπαν άγιες μορφές να τους καλωσορίζουν
κι άλλους εκεί να στέκονται να κάνουν προσευχές
ποιός ξέρει ποιοί να ήτανε ποιό ήταν τ'όνομα τους
τα χρόνια τους τα χάρισαν εκεί στην παναγιά
κάνοντας την υπακοή και το διακόνημα τους
πήραν μισθό τις αρετές κι ανέβηκαν ψηλά
άχνα δεν έβγαλαν! μιλιά!
στη θέα οι προσκυνητές μας
μόνο τα δάκρυα έπεφταν ετούτες τις στιγμές
άκουγες μόνο παφλασμούς της θάλασσας 'πο κάτω
τον ήχο απο τη σπηλιά κι απ' τις σταγματιές
τώρα φωλιές τους είχαν πια,στολίσει τα πουλάκια
πάνω στα βράχια της σπηλιάς,κι ένωναν προσευχές
μ'ενα γλυκό κελάιδισμα,δε θέλουν πιά να φύγουν
ξεχαστηκαν στην ομορφιά μα η ώρα έχει περάσει
τόσο πολύ τους άγγιζε αυτη η διαδρομή
με πόθο πίσω γύρισαν να μάθουν ιστορίες
την ζήση την ασκητική που' χανε οι ψυχές
κι εκεί εμάθανε πολλά γέμισαν συγκινήσεις
κι εφόδια κι εξοπλισμό για μια άλλη ζωή
κ.λ.inokrini
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|