|
Όταν γεννιόταν μπήκε από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της κλινικής
μια νοσοκόμα με άσπρη ποδιά γαλανά μάτια και μακριά ξανθά μαλλιά.
Όπως έκαναν οι νεράιδες του παλιού καιρού
της είπε με περισσή σοβαρότητα με χάρη και μητρική φροντίδα:
“Είσαι το δικό μου κορίτσι ,όταν μεγαλώσεις θα γίνεις όμορφη με μαύρα μαλλιά,
πράσινα μάτια και λευκή επιδερμίδα σαν γάλα,θα γίνεις έξυπνη η κρίση σου
θα είναι πάντα σωστή και συνετή γι αυτό θα σου δώσουν το όνομά μου Αθηνά .
Θα κερδίσεις πολλά με την ομορφιά και την αξία σου,
θα είσαι ποθητή απ΄ όλους τους άντρες.
Επειδή όμως τίποτα σ' αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει χωρίς ανταπόδοση
για όλα αυτά που θα σου χαρίσω θα με ανταμείψεις κι εσύ με τη σειρά σου,
θα καταλάβεις με τον καιρό και θα πρέπει ν' ανταποκριθείς.
Αυτό που επιθυμώ από σένα είναι να μου χαρίσεις τη ψυχή σου.
Θα ερωτηθείς σε ανύποπτο χρόνο όταν μεγαλώσεις
και τότε θα πρέπει να φανείς αντάξια των δώρων μου ,
σε αντίθετη περίπτωση θα στερηθείς τα πάντα.”
Αυτά είπε η παράξενη επιβλητική μορφή με την εμφάνιση νοσοκόμας
κι αποχώρησε αφήνοντας πίσω της ελαφρύ νέφος χρυσόσκονης να αιωρείται
γύρω από την κούνια του βρέφους.
Η ψυχή της Αθηνάς ,γιατί αυτό το όνομα της έδωσαν οι γονείς της
υποκινούμενοι από μια αδιόρατη δύναμη που επηρέασε τη θέλησή τους ,
ανήκε στη νονά της .
Αυτή η ψυχή πριν ακόμη αποκτήσει εμπειρίες στο νέο σώμα,
νιώθοντας ότι ανήκει αλλού αναρωτήθηκε:
“Μεγάλο το αντάλλαγμα τι θ' απογίνω όταν αργότερα αποχωριστώ απ' αυτό το σώμα;
Θα είμαι καθηλωμένη κοντά σε κάποια άλλη ίσως ανώτερη από μένα .”
Πέρασε ο αδυσώπητος χρόνος η Αθηνά έγινε πράγματι μια υπέροχη κοπέλα
με τα χαρακτηριστικά που της υποσχέθηκε η νονά της .
Οι νέοι τη λάτρευαν ,οι εραστές της ήσαν αμέτρητοι
κανένας όμως δε μπορούσε να κερδίσει τη ψυχή της,
χάριζε μονάχα τα κάλλη και την καρδιά της όπου και όπως αυτή έκρινε .
Αυτό της έδινε απολαύσεις και ηδονές αλλά όχι πραγματική ευτυχία.
Η ψυχή και το είναι της ήταν δοσμένη αλλού και το ένιωθε,
κάθε φορά που είχε πανσέληνο αισθανόταν δίπλα της ,όταν κοιμόταν ,
την ύπαρξη μιας οντότητας που τη γέμιζε με μια παράξενη ευφορία και οργασμό.
Όταν ξημέρωνε αισθανόταν τη γύμνια της ψυχής και την κενότητα της ύπαρξής της.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|