|
Η ζωή κυλά ανάμεσα σε πνευματικά μιάσματα
σε σπίτια κλειστά , στην κατήφεια και τις αυτοκτονίες
στην αλλοτινή χώρα με τις μεγάλες ευκαιρίες.
Ψάχνοντας τη χώρα των Λωτοφάγων
άγνωστη δύναμη μ' έστειλε στον τόπο των ψυχοπλάνων
να λησμονήσω τα άσχημα της κοσμικής ζωής.
Έφτασα μόνος στ΄ αρχονταρίκι της μονής
γαληνεμένος ο Σιγγιτικός με το τέλος της βροχής
στο σεληνόφως το γρι γρι σέρνοντας βαρκούλες δύο
τάραζαν την ηρεμία του κόλπου και το ήρεμο τοπίο.
Ήρεμο και το αρχονταρίκι μετά τον εσπερινό,
θρούμπες και τυρί το δείπνο με ψωμί ξινό
στο κομοδίνο μαυροντυμένη στέκει η Αγία Γραφή
θύμησες ,πλήθος υποσχέσεων και προσμονή.
Ψίθυροι σιωπής φωνές πάθους λατρεμένες
το νου μου πληγώνουν αναμνήσεις σακατεμένες ,
κουράστηκα, ο ύπνος βαρύς στον κόσμο των ονείρων
Άφησα μακριά εγκόσμια ,έγνοιες μοιραία πάθη,
προσδοκώντας συγχώρεση σε σφάλματα και λάθη.
Ενώ τη ζωή μου η μοίρα δύσκολα ορίζει
τον κόσμο των ονείρων μπορεί να ρυθμίζει.
Ψυχή κουρασμένη πως να βρει γιατρειά
στο τόπο της εσωστρέφειας και της υπομονής;
Κατηφόρισα στο δρόμο της επιστροφής
στ' αυτιά μου ηχούσε ακόμη γδούπος βαρύς,
της βαριάς χιλιόχρονης πόρτας της Μονής.
Πήρα μαζί μου τα βάρη και τύψεις ψυχής ,
έφτασε επιτέλους το πλοίο της γραμμής.
Με κατάπιε το αφιλόξενο κοσμικό σκοτάδι
όπως της Πάντοβας η ομίχλη ένα βράδυ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|