| Σα βγεις πρωί, με τη δροσιά, στο νοτιανό μπαλκόνι,
στάσου και σκέψου, άραγες, χρωστάει, κάπου, χάρη,
ή τα μελίσματα σκορπά, απλά για το ζευγάρι,
το, που φλογίζει τη νυχτιά, γλυκόλαλο αηδόνι;
Αν, κείνο πόχει, μοναχά, ένα χλωρό κλαράκι,
και μια φωλίτσα πρόστυχη, νιώθει ευγνωμοσύνη,
και τήνε δείχνει, ψέλνοντας, στην απεραντοσύνη,
του σύσκοτου, αναγνωριάς, τι τρώει-σε σαράκι;
Λαμπιόρος δεν θα έπρεπε, να είσαι και θυμήσου,
όλες εκείνες τις στιγμές, σταλίκια στη ζωή σου,
που φέρνουν σου χαμόγελο, κι αλλάζει η ειδή σου,
τις που σε θεμελειώνουνε, τις τρύφερες μαζί σου.
Να νιώθεις χρέος, θα 'πρεπε, για όλα τα μεγάλα,
ένα σκοπό που δίνουνε, στης ζήσης σου τις μέρες,
για όλ' αυτά που σ'οδηγούν, στης γλυκασιάς τις σέρες,
που δίνουν ένα νόημα, στην, π' ανεβαίνεις, σκάλα.
Για φίλους, για φαμίλια σου, για τα παιδιά, τ' αγγόνια,
για ρούχα, έστω, φτωχικά, τ' ανάρτυτο φαγί σου,
για σπιτικό παρήγορο, οπού 'ν' στην προσταγή σου,
για κλίνη όπου λείπονται, κι αδρής, μιας μέρας, πόνια.
Ευγνωμοσύνη να χρωστάς, για τα τρανά της πλάσης,
τα, που κερνούν τα μάτια σου, με την αλλαξοσύνη,
φεγγάρι, άστρια, πέλαγα, ανέμια στη βιασύνη,
σύγνεφα μες στην τρεχατή, που δεν μπορείς να φτάσεις.
Για τα ουρανοθέμελα, που δεν μπορείς να πιάσεις,
για κορφοβούνια πυργωτά, για κάμπους που γεννάνε,
για πυκνερές δασοτοπιές, οπού χολοβολάνε,
για ποταμιές, τις γκρέκες τους, που θες να λογαριάσεις.
Θα 'πρεπε νά 'σαι χατιρτζής, σ' όσα μικρά τον έχουν
τον τρόπο τους, και η ζωή, με δαύτα, νοστιμίζει,
σ' ένα αχνό χαμόγελο, σε μια σπλαχνιά π' αγγίζει,
αχ, μιας ψυχής τα τρίσβαθα, πένθη, που κατατρέχουν.
Σ’ ανασανιά που ζήσιμο, κι ακνάτο σε κρατάει,
σε περπιρούνα χρωμερή, με τ’ άνθια που γαμπρίζει,
σε παπαδίτσα, χέρας σου δάχτυλο, που ξενίζει,
σ’ ένα φτιασίδι του νερού, της χούφτας που γλιστράει.
Στον κότσυφα που λούζεται σ' απόρηχη λιμνούλα,
στη μέλισσα οπού τρυγά σοδειά για το κουβέλι,
στην πατινάδα, θωριακό, που τραγουδά γαρδέλι,
στων τσιρονιών συντρίγλισμα, μες στης νυχτιάς δροσούλα.
Σ' αποχρωμιά του ουρανού, το δείλι, ξελογιάστρα,
στην ηλιαχτίδα π' ακουμπά πάνω σου ντελικάτη,
στης μοσκοϊτιάς τα λούλουδα που τα φτονέβουν βάτοι,
στη μυρωδιά των λάγανων που ψήνονται στη γάστρα.
Στα χέρια που φυτέψανε, τις καρυδιές, στην κούλα,
στα κλαροπόντικα π’ αχούν, ολονυχτίς στα κλώνια,
- ότι ποτές δεν θα τα δεις, κει που τραφιάζεις χρόνια -
στις φυλλωσιές τους, που βαστούν τη χθεσινή βροχούλα.
Παντέχω το να βρεις καιρό, και να μνηστείς για όσα,
τρανά μαζί και ταπεινά, τη ζήση σου στορίζουν,
και ν' απεικάσεις πως αυτά, περσότερο αξίζουν,
στ' απόσωμα της μέρας σου, απ' τα που έχεις γρόσα.
Απογεμένος μη σταθείς, που δεν θα κατορθώσεις,
σήμερο, όσα λόγιαζες, να τα εφκαριστήσεις.
Θα δυνηθείς, την αβριανή, για όσα λησμονήσεις,
και την τιμή π' αξίζουνε, θα τους την ξεπληρώσεις.
Κι αν κάθε αύριο είν’ παιδί, άδολης μνημοσύνης,
τότες, δε θα σκαρφίζεσαι, απ' άγλυκη μιζέρια,
κι ως καταφρόνιας το ψιακί, δε θα σου τρώει τα τζέρια,
θα γίνει κάθε μέρα σου, μέρα ευγνωμοσύνης.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|