|
“ν” παράξενα κι αλλότρια .-
α.
Ανεβασμένος σε δέντρο ψηλό αναρωτήθηκα:
“Γιατί πασχίζω στην κορυφή να φτάσω όταν έχω φτερά;”
β.
Είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ δυο ανθρώπινα κρανία
να φιλιούνται το ένα ήταν δικό μου θαρρώ το άλλο δε θυμάμαι.
Μου έμεινε από τ' όνειρο ο απόκοσμος ήχος των παθιασμένων κρανίων.
γ.
Ποτέ δε συμπαθούσες τίποτα ζωντανό γάτες ,σκυλιά ,φυτά στο σπίτι σου ποτέ δεν είχες.
Κι όταν είδα να κρέμεται στην οροφή του δωματίου σου μια αράχνη,έμεινα έκπληκτος απορούσα πως την άφησες ζωντανή.
δ.
Με τη συμπλήρωση του πεντηκοστού έτους η Θεσπρωτίς Σίβυλλα ανεχώρησε για τη λίμνη Πανδοσία πήδησε από τη διπλή γέφυρα της επονομαζόμενης Αχερουσίας και ευρέθη στον όρμο Αμμουδιάς του λιμένος της Ελέας, πλησίον του πάναγνου δασυλλίου της χαρίεσσας Περσεφόνης
με τις θεόρατες λεύκες,τους ευκαλύπτους και τις άκαρπες ιτιές. Παλαιά Σιβυλλική συνήθεια των γηρασμένων γυναικών να βυθίζονται στα ύδατα της πάνσεπτου λίμνης και να περνούν στην άλλη πλευρά ξαναγεννημένες ασκώντας αφιλοκερδώς τη μαντική τέχνη. Καθήμενη σε ξέφωτο η αναγεννημένη Σίβυλλα αναλογίζετο την αλληλουχία της συνεχόμενης νεότητας καθώς και την άγνοια των γηρατειών,νοσταλγώντας τη ζωή των ανθρώπων που έχουν το πλεονέκτημα της φυσικής εξέλιξης.
ε.
Αδικημένη θάλασσα στη γνώμη των ανθρώπων για όλα φταις εσύ. Φουρτούνες ,πνιγμοί, καταστροφές όλοι σε μισούν θαλασσοπνίχτρα ,σάμπως να είναι άμοιροι ευθυνών οι αέρηδες.
στ.
Κλειστά ξεβαμμένα παντζούρια σπασμένες οι γρίλιες φωνάζουν....”θέλω συντήρηση”.
Στο σπίτι μήνες κλεισμένος προσμένει στον ερχομό της μαζί με την αφύπνιση της φύσης
ν' αναστηθεί κι αυτός. Να διεισδύσει το φως και η ελπίδα να ξαναζωντανέψουν .
Αυτός και το σπίτι. Είναι Φλεβάρης ο κοντός μήνας και ο χειμώνας μακρύς ,ακόμη να επιστρέψει.
ζ.
Το πείσμα της ήταν μεγάλο , η συμπεριφορά της ενστικτώδης ,ήταν ένα κυνηγημένο πλάσμα που ζούσε τους εφιάλτες της κάθε στιγμή. Κοιμόταν σαν βρέφος με σφιγμένες γροθιές ,μοναδική απόλαυσή της ήταν να στέκει μπροστά στους καθρέφτες για δύο λεπτά της ώρας και να θαυμάζει την αντανάκλαση της ομορφιά της. Γνώριζε ότι αν αργούσε περισσότερο θα εμφανιζόταν και η ψυχή της αλλά αυτό για κανένα λόγο δεν το επιθυμούσε.
η.
Ο καθρέφτης μου ισχυρίζεται ότι είμαι αριστερόχειρας κάθε πρωί που ξυρίζομαι και νίπτω το πρόσωπό μου.
θ.
Ο Δίας υπάρχει στη χώρα του Νείλου ακόμη. Ανακαλύπτω κάθε μέρα το όνομά του σε σύμβολα ιερογλυφικά που οδηγούν στο Δία το μεγάλο Θεό, Δίας ανάποδα η λέξη Said, Ζεύς ανάποδα η λέξη Suez, λόγω γραφής και ανάγνωσης.
ι.
Ένα πουλί είναι στημένο έξω από ένα κλουβί όπου μέσα του υπάρχει μια όμορφη τραγουδίστρια.
Περιμένει ν' ανοίξει η πόρτα της αγαπημένης του, αλλά αυτή ποτέ δεν ανοίγει , μέχρι που μαράζωσε και πέθανε από τον καημό του.
κ.
Ένα περιστέρι μ' επισκέφθηκε το μεσημέρι στην πλατεία Αριστοτέλους και κάθισε στο τραπεζάκι δίπλα στο καφέ μου για δυο λεπτά μετά πέταξε κι έφυγε μακριά μου .
Ένας περίεργος μεσήλικας από διπλανό τραπέζι μου είπε:
“Δεν το βοήθησες ! Γνώριζε ότι είσαι φιλεύσπλαχνος και βοηθάς πουλιά όταν παγιδεύονται όπως τότε πριν από χρόνια που ελευθέρωσες ένα σπουργίτι σε φράχτη του λιμανιού στο Βόλο”. Αυτά είπε ο περίεργος ξένος κι εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Αναλογιζόμουν για ώρα πολύ το συμβάν αλλά συμπέρασμα δεν έβγαλα. Το περιστατικό του Βόλου όντως ήταν αληθινό!
“Ίσως έχουν και τα πτηνά τους αγγέλους τους” μουρμούρισα.
λ.
Ένα απελπισμένο ψάρι πήδησε έξω από το νερό της παγωμένης λίμνης από μια τρύπα και μια νυφίτσα το γλυκοκοίταξε ενώ μια αρκούδα κοιτούσε και τους δυο αλλά να κάνει τίποτα δε μπορούσε.
μ.
Ο βιός τ' ανθρώπου γίνεται από τη ζωή ένα παράδοξο αστείο μια μαύρη κωμωδία. Οι άγγελοι δεν κλαίνε με το κλάμα των ανθρώπων σκουντάει ο ένας τον άλλο βλέποντας αδιάφορα.
ν.
Ο στρατιώτης έλαβε την επιταγή του και βγήκε με άδεια διανυκτέρευσης στην κοντινή πόλη. Όλη τη νύχτα διασκέδαζε και το πρωινό της επόμενης ημέρας βρέθηκε σε άγνωστο κρεββάτι εγκαταλειμμένου κάμπινγκ. Δίπλα του κοιμόταν μια όμορφη νεαρή μελαχρινή με ομορφιά τσιγγάνας και ένδυση νεογέννητης όπως ήταν κι αυτός. Το ένα χέρι της ήταν πάνω στο σώμα του στρατιώτη και το άλλο πάνω στο κρεββάτι απλωμένο σε έκταση το ένα πόδι της ήταν ακουμπισμένο πάνω στο μαραμένο πέος του στρατιώτη .
Δε θυμόταν τίποτα από την προηγούμενη νύχτα και η όμορφη νεαρή του ήταν άγνωστη .
“Ποιος την έστειλε δίπλα μου;” αναρωτιόταν, “πως βρέθηκα εδώ ; κι αυτή την όμορφη που παράδωσε το σώμα της στη μεθυσμένη υποτέλεια των αδημονούντων ορέξεων μου μπόρεσα να την ικανοποιήσω κι αν ναι τι νόημα είχε αφού δε θυμάμαι τίποτα;”
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|