|
| Η παράκληση | | | Καλό βράδυ σε όλες και σε όλους. Από μια ανάμνηση, τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου. | | Γλιστρά ο ήλιος, σιγανά, απ' τ' άσπαρτα ρεβένια,
και τ' ακρολόφι, σκιώνεται, τ' Αγίου Κωνσταντίνου.
Μια κίσσα κρυφοφάϊκη, στην καρυδιά, κιντύνου,
βραχνές αφήνει δυο κρωξιές, κάποια την τρώει έννοια.
Γεράκι σα δε φαίνεται κι αργεί της σκλώπας ώρα,
αχός, καμπάνας μακρινής, από το κλησουράκι,
μετάλλινος, που φτάνει εδώ, κάνει-την μπαϊράκι,
ν' απλώνει, το λοφίο της, να κόψει του, τη φόρα.
Έφτασε, πάλι, του σπερνού η ώρα, και σημαίνει,
ο βηματάρης, με ρυθμό, οι χωριανοί να φτάσουν,
στο κατοικιό, της Δέσποινας, το άγιο, να θηλάσουν,
το γάλα της παρηγοριάς, εκεί, που τους προσμένει.
Τι φτάνουν τα μεσόστρατα, του ζεστερού Δριμάρη,
και Πάσκα καλοκαιρινό, σε λίγο θα γιορτάσουν,
ψυχές τους, πρέπει, το λοιπόν, απ' αφορμές ν' αδειάσουν,
με παρακλήσεις, που 'χουνε, γέρο παπά, μπροστάρη.
Τοιμάσου, γιε, να βάλουμε πλώρη, για το ξωκλήσι,
τ' ασύχναστο, που το χτυπά δροσάτο αγεράκι,
να μπούμε, να φιλήσουμε εικόνα, και κεράκι,
της Παναγιάς, ν' ανάψουμε, φταίσμα μας να ελεήσει.
Να δούμε αρχοντόπαπα, να βάζει, πετραχήλι,
φελόνι, κι ο κλησάρης μας, να τρέχει να προκάνει,
με μανουάλια, με κεριά, με θυμιατού λιβάνι,
με γρασισμένα κάρβουνα, με δύστροπο καντήλι.
Να δούμε συντοπίτες μας, αχ, πολυαγαπημένους,
που θα μας χαιρετήσουνε, μ' ανάλαφρο τους γνέμα,
κι άλλους που δε θα στέρξουνε, να μας γυρίσουν βλέμμα,
συμπάθηση ας δείξουμε, για δαύτους, τους καημένους.
Αν τ’ αναλόγι έχ’ αδειά, χρεία μας το φορτώνει,
το ξέρεις, δα, πως το χωριό, δεν έχει πια ψαλτάδες,
κι εμάς, γραμματιζούμενοι ως είμαστε, καλφάδες,
νομίζουν-μας, της ψαλτικής, που 'ν' της φωνής τ' αμόνι.
Σαν ακουστεί «Ευλογητός…», απ’ του παπά τα χείλη,
ρίξε, τριγύρω, μια ματιά, να δεις παντού σεμνάδα,
να δεις παράξενο πρεπιό, να δεις με ποια γλυκάδα,
κρυφοκοιτούν, την Πάναγνη, που 'ναι τους τ' αντιστύλι.
Χαμηλωτά τα μάτια τους, θα 'χουν, θα μουρμουράνε,
καρδιάς τους, προσεφκή θερμή, ξέχειλη παρακάλι,
να μεσιτέψει για να βρουν, πραγό έν' ακρογιάλι,
η Οδηγήτρια, στη ζωή, όντας την προσκυνάνε.
Μη ξεχαστείς, είν' λάτρα μας, απόψε τ' Οχτωήχι,
θα βρω, εγώ, το Τυπικό, συ πιάσε το Ψαλτήρι,
στην Παρακλητική, για δες, αν κειο το σημαντήρι,
δείχνει το ποια ‘ναι να ψαλθούν, μη ψάχνουμε στην τύχη.
Μη φοβηθείς που η αχνιά, βραχνή θε να βγει, πρώτα,
μη ντροπιαστείς παράτονη που θα 'ναι τη για λίγο,
άσε με να καληναρχώ, της αρμονίας τρύγο,
σύνωρα, θα σοδειάσουμε, και ύμνων ντρίτη ρότα.
Με θέρμη, ψέλνε, δύναμη, ο τόπος, ν’ αντιβουίσει
και τις πρεσβείες ζήτησε της Κεχαριτωμένης,
της Υπερμάχου Στρατηγού, πατρίδας αντρειωμένης,
της Άχραντης Παντάνασσας, να μη μας λησμονήσει.
Την Παυσολύπη ύμνησε, και την Αναφωνήτρα,
το Ρόδο το Αμάραντο, και τη Γλυκοφιλούσα,
τη Χώρα του Αχώρητου, και τη Βρεφοκρατούσα,
την Κλίμακα, τη Σκέπη μας, και την Παρηγορήτρα.
Σαν θα δοθεί απόλυση, τότες, θα δεις το μάτι,
συγκινημένο του παπά, απάνω μας να στέκει,
μ' εφκαριστιά του σώψυχη, εγκώμιο να μας πλέκει,
αφού άγιας παράκλησης, γινήκαμε τ' αλάτι.
Κι εμείς, μ' ανάλαφρη καρδιά, θα πάμε ‘κει, πιο πέρα,
στο κοιμητήρι, το πικρό, ν' ανάψουμε καντήλια,
των αρχινών μας, που 'φυγαν, και θα 'ν' νωπά στα χείλια,
άγια τροπάρια, π' άλλοτε, θα ψέλναν τέτοια μέρα…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
malkon64 09-11-2021 @ 23:04 | Θαυμάσιο !!! ::yes.:: ::theos.:: | | -Ειρήνη- 12-11-2021 @ 14:25 | Νοσταλγικό πολύ το ποίημά σου, ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο ψάλτης την ψαλτική και τον μεταδίδει στο γιο του... καμία σχέση με την πλειονότητα των σημερινών... ομοίως και για τον ιερέα. Περιγράφεις κάτι όμορφο που χάθηκε σε μεγάλο βαθμό και συνεχίζει να χάνεται. Εκεί κατά τη γνώμη μου βρίσκεται και η αξία του ποιήματός σου, δηλαδή αν είχε γραφτεί σε μια παλαιότερη εποχή, θα ήταν απλώς περιγραφικό, στη σημερινή έχει το άρωμα της νοσταλγίας. | | professorark 12-11-2021 @ 18:29 | Αγαπητή Ειρήνη, καλησπέρα.
Ευχαριστώ για το σχόλιο. Δεν χάθηκε παντού, ευτυχώς. Στο μικρό μου χωριό, στις 13/8/2021, έγιναν όλα όπως τα περιγράφω. Ακόμη και η υπόκλιση του παπά-Θανάση, μετά την απόλυση, προς το μέρος μας, με την φράση: "Κύριε κ@@@@@τά, με εκπλήξατε πολύ ευχάριστα". Λοιπόν ναι, είναι σπάνιο, αλλά μια φορά στο τόσο συμβαίνει. Κι όταν συμβαίνει είναι τόσο ζωντανό, ενεργό, δυναμικό μα και τόσο νοσταλγικό, συνάμα. Όταν συνέβη πολύ νοστάλγησα, τον μακαρίτη τον πατέρα μου, του οποίου η φωνή υπερέβαλλε πολύ τη δική μου. Φαίνεται πάντως ότι μαζί με τον εγγονό του, τον αναπληρώσαμε επάξια. Κι όταν, κατόπιν, του ανάψαμε το καντήλι είχαμε τόσα πολλά να του πούμε, με μια δικαιολογημένη, νομίζω, υπερηφάνεια... | | -Ειρήνη- 13-11-2021 @ 08:32 | Οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Χαίρομαι που το ποίημά σου είναι αυτοβιογραφικό, τέτοιες εμπειρίες είναι σπάνιες, γι' αυτό και η αξία τους μεγάλη! | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|