| Απόμικρο χωριό, σ’ ώρια λοφοπλαγιά,
τα σπίτια σου αριά, φτωχή σου σερμαγιά,
χτισμένα, λαγιαστά, μες στις βελανιδιές,
να δίνουν στη χoλή, θωριές κεραμιδιές.
Ζυγρόχαρο χωριό, σε ζώνουν ρεματιές,
πλατάνια, φυλλωσιές, πιστρώνουν στις οχτιές.
Στη μοίρα σου, μεράδια, που με ζαβολιά,
μαγνάδι ζωντανό, τα πνίγει η μπρουσκλιά.
Της χλώρης σου πλουμιά, βρυσσιές, σκαμνιές, ορνιές,
νυφούλες, τις μαγιές, προυνιές, δαμασκηνιές,
ανάριες καρυδιές, καβάκια κορφινά,
π' αρμέγουν τα οργυάκια, τα σιμοτινά.
Δρομάκια σου στενά, των ζωντιμιών τριβές,
αριά και που θα βρω… Με διάξεις κολοβές,
ανθρώποι, που μαθές, χώμα δεν τους φτάνει,
τα ξεπλατύναν, στρώσαν-τα κουρασάνι.
Στις φράχτες, βατσινιές, θαμπόχλωρες φρουξλιές,
των λιανοφτερωτών, ανέχονται φωλιές,
τρατέρνουν κότσυφα, και σπούργο χαφτανά,
τη βερβερίστα που, η λίμα, τυραννά.
Τ’ αηδόνι δεν σιγά, την άνοιξη, εκεί,
λαβρίζει τη νυχτιά, η μέρα δεν τ’ αρκεί,
χελιδονοφωλιές, σε κάθε σπιτικό,
σκλώπες που ψέλνουνε, χαβά τους καρμικό.
Βρυσούλες δροσινές, τρέχουν, εκεί, πιστές,
κι ας είν' νεροκλωστές, τις μέρες τις ζεστές,
ποτίστρες καρτερούν, κοπές να δροσιστούν,
και τα λιανόπουλα, να 'ρθουν να γυαλιστούν.
Ξωκλήσια, κυκλωτά, σ' ακρόλοφα, πλαγιές,
φυλάγουν, χωριανών, έλπισες και υγειές,
κονίσματα φτωχά, σε περνοδιαβασιές,
του πένθους, του σωμού, οι αναθυμησιές.
Κειο που σ' αμπροσταίνει, απ' τα πολλά χωριά,
δεν είν' τα λούσα σου, δεν είναι η θωριά,
σπίτια δεν είν' τρανά, δεν είν' παλιά κλησιά,
δεν είν' τα βρυσικά, που σε κερνούν δροσιά.
Η θέα, είν' αυτή, κάμπου που προσκυνά,
που δίνει στο μυαλό, την άψη, να γεννά,
μιαν αίστηση μεστή, κουριόζας λεφτεριάς,
πως όλα θα πιαστούν, στο κούφος μιας χεριάς.
Είν’ το πανόραμα, σπαρμένων λαχιδιών,
στρίφνων του ποταμού, που μοιάζει των φιδιών
κατάφωτων χωριών, στης νύχτας σιγαλιά,
που θα χωρέσουν, λες, σε μια μας αγκαλιά.
Είναι τ' αγνάντεμα, ψηλών βουνοκορφών,
που, κει, στις πλάτες σου, λες, άχρονων μορφών,
γιγάντων, μοιάζουνε, που ξέπεσαν θνητοί,
και που τους ακουμπούν, μονάχα οι αητοί.
Και πάν' απ' όλα, που εκεί είν΄ της πατριάς
η ρίζα, κι όπ' αλλού, με χάδια μιας μητριάς,
που δείχνει ανοχή, στιγμές, φιλέβονται,
χαράς, μα ετσιδά, είν’ σα να κλέβονται.
Της μιας σταλιάς χωριό, αγνάντιο μπαλκόνι,
είν' η ψυχή εκεί, σπαθοχελιδόνι,
μπριρμπίλι ζηλεφτό, σε νύχτα του σαλή,
γαρδέλι θωριακό, αβέρτο που λαλεί.
Κοντά σου, δε θα 'ρθω, μαθές, για το νερό.
για βιαστική ματιά, σε τόπο θαλπερό,
θα φτάσω, για ψυχής, το καταλάγιασμα,
για το, με τη βαθιά, ψυχή σου, φίλιασμα...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|