| Συνήθισα να φτιάχνω το τσάι καυτό
και παγωμένο να το τελειώνω,
πικρό, στυφό,
στο στόμα, στα δόντια,
στη γλώσσα, στις λέξεις επάνω,
με μια μικρή επίγευση μετάλλου,
"τα ούλα πλανταγμένα στο αίμα"...
Κουλουριασμένος να βρίσκομαι
σαν έμβρυο, γυμνός,
κατάπληκτος,
λες κ' είμαι από μπόρα
όπως εκείνη
που φερε τ' άγριο εκείνο καλοκαίρι,
παλαβωμένος καθώς έτρεχα
ίσκιωμα να βρω
ανάμεσα στ' αφιλόξενα στενά
τούτης της κλειστής σαν μέγγενη πόλης.
Οι καιροί ου μενετοί...
ιδού,
ακόμη και οι Τροπικοί μετακομίζουν
μαζί με την σκόνη της άμμου και τα σύγνεφα
γιομάτοι κεραυνούς, πάνω απ’ την πέτρα με τους κίονες.
Θέμα τύχης ή θέσης να μην χτυπήσει κανείς
τζίτζικας ή μέρμηγκας
καθώς βρίσκεται στον φτωχό τούτο ελαιώνα;
Συνήθισα να πίνω παγωμένο το τσάι
ενθυμούμενος
τους προ λίγες στιγμές αχνιστούς ατμούς,
γιομάτους αρώματα και γεύσεις.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|