| Σαν απ' το παραθύρι μου, φορές, κάποιες, π' αδειάζω,
απ’ τη ζαλιάρικη δουλειά, μια γειτονιά κοιτάζω,
με σπίτια, αψηλά, πυκνά, αχ, πικραναστενάζω,
και, με φτερούγες του μυαλού, σ' άλλη μεριά στρεχιάζω.
Σφαλνώ τα μάτια μια στιγμή, κι ένα, του νου μου, σάλτο,
καρσί, με πάει στ’ αρχινά, της νιότης μου, τα μέρη,
που 'χαν, για ρήγισες, μαγιές, για κύβερνους, τα θέρη,
κει που ζωή δεν όργωνε, λαχίδια μες στο βάλτο.
Και αρμενίζω σε καιρούς, οπού τα χελιδόνια,
βρίσκαν χαζίρικη φωλιά, στης κούλας τα μπαλκόνια,
οπού το φασσοτρύγονο, μονόγραφε μνημόνια,
οπού τη νύχτα μπύριζαν, τ’ αλλόφρενα τ’ αηδόνια.
Κει πάω, που ‘ταν η αβλή, πνιγμένη στα λουλούδια,
που κλώσσα, ‘κάναν κάτηδες, μ’ έγνοια να φτερακίζει,
που τα γεράκια σφόρτσαραν, κούρο να φοβερίζει,
που τα σαμψόνια, πιάνανε κουβέντα, μ’ αλεπούδια.
Τραβώ για κει, που βασταγοί, δεμένοι σε παρχάρια,
διψιοί, κακοκαρτέρεβαν φορτί, μες στα γινάτια,
που τ’ άλογα, καργάρανε, τ’ αλώνια, με δεμάτια,
κι ήταν ζεφτά, στους στρόερους, με τα στρυφνά μουλάρια.
Φέβγω για κει, που οι καρυές, με σκλώπες και κουνάδια,
πασχίζαν να γλιτώσουνε από τις βερβερίτσες,
που, μες τους δρόμους, διάβαιναν, ανέμελα, νυφίτσες,
που άσβιοι μπαινοβγαίνανε στα κήπια δίχως άδεια.
Πετώ σε χρόνους, που ‘χαν για, σημάρματα τροκάνια,
π' αχολογούσαν, στις πλαγιές, στους λόγγους, στις ραχούλες,
που τα παπιά αραδιαστά, παίρνανε τις στρατούλες,
για γούρνες, νερομαζωξιές, για άμπλες με πλατάνια,
Φτάνω κει, που καλόγερος με είχε στο ποδάρι,
από το γλυκοχάραμα, μ’ αμέρεφτο σεκλέτι,
κει που σπιθούρια λάμπαζαν, σαν έπεφτε μερέτι,
κει που δροσιάς καλάμιθροι με στέλναν στο κλινάρι.
Εκεί, μυρίζω βλαστερό, ψωμάκι, απ' τη γάστρα,
και η παλάμη η τραχιά, μιας μαυροφορεμένης,
μου δίνει χάδι, μιας στοργής, με πείσμα συναγμένης,
από το ρέπι μιας ζωής, μες σ' άδικη χαλάστρα.
Εκεί, στης κούκλας, τ’ αχερά, πηγαίνω τα νυχτέρια,
οπού τα γέλια μπλέκονται, με λέφτερα τραγούδια,
και γέβομαι φιλόξενης, νοικοκυράς καλούδια,
την ώρα που η συντροφιά, παιδέβει νια χαμπέρια.
Κι όταν φορώ τα σκολιανά, κει, στο μεϊντάνι, βγαίνω,
μαζί με τους πρωτόγερους, μυαλό που 'χουν καντάρια,
που κατηχούν βαθύγνωροι, φτασμένους, παλληκάρια,
κι αντάμα τους, στην εκκλησιά, ν' άψω κερί πηγαίνω.
Στην περασάδα, αξανά, πως νοσταλγώ, του χρόνου,
να γείρω, στην, που πάντοτε, γλείμμα πυκνό μελέβει,
στην που, τιτίβισμα πουλιών, τη ζήση συργουλέβει,
στην που, η σκια γυρνά σε φως, δίχως σημάδι φθόνου.
Να γείρω, κει, που γλυκασιά, κονάκι έχει στήσει,
που η καρδιά λημέριασμα έχει στο λυροκόπι,
που ζήση δεν ξοδέβεται, σ’ άπαφτο λαμνοκόπι,
που η γαλήνη, την ψυχή, μπορεί ν' αναγεννήσει.
Εκεί π' ο χρόνος στέκει και, τοιχογύρια της καρδιάς,
ντύνονται με αγράμπελη, μοσκάτο μπουγαρίνι,
που να ξεράνει δεν μπορεί, της μέριμνας χαμσίνι,
μηδέ κατάρο, σε καιρούς, που πέφτει, αναποδιάς.
Εκεί που είν' ορθάνοιχτοι, οι κόρφοι της αγάπης,
που της ελπίδας το ρυθμό, βήμα μου ξεστηθίζει,
που η χαρά ανέμποδη, οργυάκι σχηματίζει,
στις φλέβες μου, και ο καιρός, δεν είναι πια αζάπης.
Εκεί, που σπίθα ακριβή, λαμπάζει της ψυχής μου,
η νιότη μου, μ’ αναπαλμούς και με κρυφές λαχτάρες
με ριγηλά της όνειρα, με διάξεις της πρωτάρες,
αλέστη για παρηγοριά, της όποιας στοναχής μου.
Δεν το βαστώ, πια, τ’ όνειρο, μα θέλω να το ζήσω,
στο ξύπνιο μου, και να 'ναι κει, ακέρια συναγμένα,
ακούσματα, μυρίσματα, αγγίσματα, δεμένα,
με λόγια και με διάξεις, των π' αξίζαν ν' αγαπήσω.
Κι εσύ που λες, σε λογικής, πως πιάστηκαν, κεσάτια,
τα που στορίζω, και μπορείς, ευτύς να τ’ αποκλείσεις,
τι θα 'μου πεις, σε μιαν αδειά, αν δυνηθείς να κλείσεις
εκεί στο παραθύρι σου, για μια στιγμή, τα μάτια;..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|